κιλλός: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(20)
(2)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κιλλός]], -ή, -όν (ΑΜ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του όνου, [[σταχτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. <i>κελ</i>- του τ. <i>κελ</i>-[[αινός]] «[[σκουρόχρωμος]]», με [[τροπή]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>- (κλειστοποίηση)<br />τα -<i>λλ</i>- ερμηνεύονται [[είτε]] ως [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] [[είτε]] ως προερχόμενα από [[σύμπλεγμα]] -<i>λν</i>- ή -<i>λy</i>-].
|mltxt=[[κιλλός]], -ή, -όν (ΑΜ)<br />αυτός που έχει το [[χρώμα]] του όνου, [[σταχτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. <i>κελ</i>- του τ. <i>κελ</i>-[[αινός]] «[[σκουρόχρωμος]]», με [[τροπή]] του -<i>ε</i>- σε -<i>ι</i>- (κλειστοποίηση)<br />τα -<i>λλ</i>- ερμηνεύονται [[είτε]] ως [[εκφραστικός]] [[αναδιπλασιασμός]] [[είτε]] ως προερχόμενα από [[σύμπλεγμα]] -<i>λν</i>- ή -<i>λy</i>-].
}}
{{etym
|etymtx=Grammatical information: adj.<br />Meaning: [[grey]] (Eub. 103, Phot., H., Eust.).<br />Compounds: as 1. member, e. g. <b class="b3">κιλλ-ακτήρ ὀνηλάτης</b>, <b class="b3">κυνηγός</b> (Poll., H.; Dor.), <b class="b3">Κιλλ-άκτωρ</b> PN (AP 5, 28; 44). As 2. member in Maced. <b class="b3">Ἐπό-κιλλος</b> (s. on <b class="b3">ἵππος</b>)?<br />Derivatives: With accent-shift <b class="b3">κίλλος</b> m. [[ass]] (cf. Fr. [[grison]]; Sammelb. 5224, Poll. 7, 56, H.), metaph.. [[cicada]] (H.; after the colour, cf. Strömberg Wortstudien 11, Fischnamen 100, Gil Fernandez, Nomres de insectos 100). Deriv. <b class="b3">κίλλιος</b> <b class="b2">ass-coloured, ὀνάγρινος</b> (Poll.), prob. also <b class="b3">κιλ</b><<b class="b3">λ</b>><b class="b3">ίας στρουθὸς ἄρσην</b> H. - S. [[κίλλ(ο)υρος]].<br />Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]<br />Etymology: For the stem-vowel cf. <b class="b3">πιλνός</b> [[grey]] beside <b class="b3">πελιός</b> <b class="b2">id.</b>. <b class="b3">κιλλός</b> acc. to Persson Beitr. 1, 169 to [[κελαινός]] (s. v.)? The geminate <b class="b3">λλ</b>: from <b class="b3">λν</b> (Persson), from <b class="b3">λν</b>ι̯ (WP. 1, 440), from <b class="b3">λ</b>ι̯ (Güntert Idg. Ablautprobl. 26), short. form (WP. l. c.). - Diff. Prellwitz Wb. - Skt. [[cillī]] [[cricket]] (gramm.) is prob onomatop., s. Mayrhofer KEWA s. v. - So no etym; is the word Pre-Greek? - On <b class="b3">Κιλλι-κύριοι</b> s. v.
}}
}}

Revision as of 02:09, 3 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κιλλός Medium diacritics: κιλλός Low diacritics: κιλλός Capitals: ΚΙΛΛΟΣ
Transliteration A: killós Transliteration B: killos Transliteration C: killos Beta Code: killo/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A ass-coloured, grey, θερίστριον Eub.103, cf. Hsch., Phot., Eust.1057.56:—also κίλλιος, α, ον, Poll.7.56.

German (Pape)

[Seite 1438] ή, όν, = κίλλιος, Eubul. nach Schol. Il. 16, 234 εἶδος χρώματος; φαιοῦ Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κιλλός: -ή, -όν, ἔχων τὸ χρῶμα τοῦ ὄνου, φαιός, θερίστριον Εὔβουλ. ἐν «Στεφανοπώλισιν» 8· πρβλ. Ἡσύχ., Φώτ., Εὐστ. 1057. 56· ὡσαύτως κίλλιος, α, ον, Πολυδ. Ζ΄, 56.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
gris.
Étymologie: DELG étym. obsc.

Greek Monolingual

κιλλός, -ή, -όν (ΑΜ)
αυτός που έχει το χρώμα του όνου, σταχτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. προέρχεται πιθ. από το θ. κελ- του τ. κελ-αινός «σκουρόχρωμος», με τροπή του -ε- σε -ι- (κλειστοποίηση)
τα -λλ- ερμηνεύονται είτε ως εκφραστικός αναδιπλασιασμός είτε ως προερχόμενα από σύμπλεγμα -λν- ή -λy-].

Frisk Etymological English

Grammatical information: adj.
Meaning: grey (Eub. 103, Phot., H., Eust.).
Compounds: as 1. member, e. g. κιλλ-ακτήρ ὀνηλάτης, κυνηγός (Poll., H.; Dor.), Κιλλ-άκτωρ PN (AP 5, 28; 44). As 2. member in Maced. Ἐπό-κιλλος (s. on ἵππος)?
Derivatives: With accent-shift κίλλος m. ass (cf. Fr. grison; Sammelb. 5224, Poll. 7, 56, H.), metaph.. cicada (H.; after the colour, cf. Strömberg Wortstudien 11, Fischnamen 100, Gil Fernandez, Nomres de insectos 100). Deriv. κίλλιος ass-coloured, ὀνάγρινος (Poll.), prob. also κιλ<λ>ίας στρουθὸς ἄρσην H. - S. κίλλ(ο)υρος.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: For the stem-vowel cf. πιλνός grey beside πελιός id.. κιλλός acc. to Persson Beitr. 1, 169 to κελαινός (s. v.)? The geminate λλ: from λν (Persson), from λνι̯ (WP. 1, 440), from λι̯ (Güntert Idg. Ablautprobl. 26), short. form (WP. l. c.). - Diff. Prellwitz Wb. - Skt. cillī cricket (gramm.) is prob onomatop., s. Mayrhofer KEWA s. v. - So no etym; is the word Pre-Greek? - On Κιλλι-κύριοι s. v.