ῥώξ: Difference between revisions
εὐνάζειν ἀδακρύτων βλεφάρων πόθον → lull the desire of her eyes so that they weep no more
(4) |
(2b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ῥώξ:''' ῥωγός ἡ щель или узкий проход (ῥῶγες μεγάροιο Hom.). | |elrutext='''ῥώξ:''' ῥωγός ἡ щель или узкий проход (ῥῶγες μεγάροιο Hom.). | ||
}} | |||
{{etym | |||
|etymtx=1. Meaning: [[tore]]<br />See also: s. [[ῥήγνυμι]].<br />2. Meaning: [[grape]]<br />See also: s. <b class="b3">ῥάξ</b>. | |||
}} | }} |
Revision as of 07:07, 3 January 2019
English (LSJ)
(A), ῥωγός, ἡ, (ῥήγνυμι)
A breach: in Od.22.143, ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο, the sense is dub.; it seems to mean narrow entrances or passages leading to the hall.
ῥώξ (B), ῥωγός, ἡ (ὁ in LXXIs.65.8),=
A ῥάξ 1, Archil.191; τοῦ ἀμπελῶνος LXX Le.19.10, cf. Ph.2.390 (v.l.); ἐλαίας LXX Is.17.6. 2 = ῥάξ 4, in pl., Ruf. ap. Orib.25.1.32. 3 = ῥάξ 3, Nic.Th.716.
German (Pape)
[Seite 855] ὁ od. ἡ, gen. ῥωγός, 1) Riß, Ritze, Spalt; ῥῶγες μεγάροιο, Od. 22, 143, die engen Zugänge zum Gemach, entweder eine enge Seitenthür, od. Fensteröffnungen. – 2) ἡ ῥώξ, = ῥάξ, Weinbeere, Diosc.; auch eine ihr ähnliche giftige Spinnenart, φαλάγγιον, Nic. Ther. 716; vgl. Lob. Phryn. 76; Jac. A. P. p. 127. 502.
Greek (Liddell-Scott)
ῥώξ: «κόκκος. ἢ εἶδος φαλαγγίου» Ἡσύχ.
ῥωγός, ἡ, (ἴδε ῥήγνυμι)· - ῥῆγμα, ἄνοιγμα ἐν Ὀδ. Χ. 143, τό: ἀνὰ ῥῶγας μεγάροιο φαίνεται ὅτι σημαίνει: διὰ τῶν στενῶν διόδων ἢ διαδρόμων τῶν ἀγόντων εἰς τὸ μέγαρον, ἴδε τὸ περὶ Ὁμήρου πόνημα τοῦ Jebb (Jebb’s Homer) σ. 184. 2) τεθραυσμένον τεμάχιον, σύντριμμα, Κλήμ. Ἀλ. 473. ΙΙ. = ῥάξ, ὃ ἴδε.
French (Bailly abrégé)
1ῥωγός (ἡ) :
fente, ouverture (porte ou fenêtre).
Étymologie: ῥήγνυμι.
2ῥωγός (ἡ) :
ion. et gr. tard. c. ῥάξ.
English (Autenrieth)
ῥωγός (ϝρήγνῦμι): pl., clefts, loop-holes or windows in the rear wall of the μέγαρον, to light the stairway behind them, Od. 22.143. (See cut No. 83.)
Greek Monotonic
ῥώξ: ῥωγός, ἡ (ῥήγνυμι), ρήγμα, άνοιγμα, σε Ομήρ. Οδ.· ῥῶγες μεγάροιο, στενές δίοδοι, διάδρομοι που οδηγούν στο μέγαρο, στο ίδ.
Russian (Dvoretsky)
ῥώξ: ῥωγός ἡ щель или узкий проход (ῥῶγες μεγάροιο Hom.).
Frisk Etymological English
1. Meaning: tore
See also: s. ῥήγνυμι.
2. Meaning: grape
See also: s. ῥάξ.