κρεάγρα: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438
(3)
m (Text replacement - "''' ἡ<b class="num">1)" to "''' ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''κρεάγρα:''' ἡ<b class="num">1)</b> крюк для мяса (род суповой вилки) Arph., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> крюк (вообще) Arph.
|elrutext='''κρεάγρα:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> крюк для мяса (род суповой вилки) Arph., Anth.;<br /><b class="num">2)</b> крюк (вообще) Arph.
}}
}}

Revision as of 20:14, 4 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεάγρα Medium diacritics: κρεάγρα Low diacritics: κρεάγρα Capitals: ΚΡΕΑΓΡΑ
Transliteration A: kreágra Transliteration B: kreagra Transliteration C: kreagra Beta Code: krea/gra

English (LSJ)

ἡ, (κρέας, ἀγρέω)

   A flesh-hook, to take meat out of the pot, Ar.Eq.772 (ubi v. Sch.), V.1155, Anaxipp.6.2, LXX 1 Ki.2.14, PLond. 2.191.10 (ii A. D.), etc.: generally, hook to seize or drag by, Ar.Ec. 1002.

Greek (Liddell-Scott)

κρεάγρα: ἡ, (κρέας, ἀγρέω) περόνη ἢ λαβὶς δι’ ἥς τὸ κρέας ἐλαμβάνετο ἐκ τῆς χύτρας, Ἀριστοφ. Ἱππ. 772 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Σφ. 1155, Ἀνάξιππ. ἐν «Κιθαρῳδῷ» 1· καθόλου ἄγκιστρον δι’ οὗ λαμβάνει τις καὶ σύρει τι, ἁρπάγη, Λατ. harpago, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1002.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
crochet ou fourchette pour tirer la viande du pot.
Étymologie: κρέας, ἀγρέω.

Greek Monolingual

η (Α κρεάγρα)
περόνη ή λαβίδα που χρησιμεύει για το βγάλσιμο του κρέατος από τη χύτρα («καὶ πᾱν ὅ ἐὰν ἀνέβη ἐν τή κρεάγρᾳ, ἐλάμβανεν ἑαυτῷ ὁ ἱερεύς», ΠΔ.)
αρχ.
άγκιστρο, αρπάγη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -άγρα (< ἄγρα «κυνήγι»), πρβλ. οστ-άγρα, ποδ-άγρα].

Greek Monotonic

κρεάγρα: ἡ (κρέας, ἀγρέω), λαβίδα για το κρέας ώστε να μπορεί κάποιος να το πιάνει μέσα από τη χύτρα, σε Αριστοφ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεάγρα -ας, ἡ [κρέας, ἀγρέω] vleeshaak; haak, vork.

Russian (Dvoretsky)

κρεάγρα:
1) крюк для мяса (род суповой вилки) Arph., Anth.;
2) крюк (вообще) Arph.