ἀπόπεμψις: Difference between revisions

From LSJ

Μεγάλοι δὲ λόγοι μεγάλας πληγὰς τῶν ὑπεραύχων ἀποτίσαντες γήρᾳ τὸ φρονεῖν ἐδίδαξαν → The great words of the arrogant pay the penalty by suffering great blows, and teach one to reason in old age

Sophocles, Antigone, 1350-1353
(1)
m (Text replacement - "''' εως ἡ<b class="num">1)" to "''' εως ἡ<br /><b class="num">1)")
Line 29: Line 29:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀπόπεμψις:''' εως ἡ<b class="num">1)</b> отпускание, отправление (τῶν κατασκόπων Her.);<br /><b class="num">2)</b> расторжение брака, развод Dem.
|elrutext='''ἀπόπεμψις:''' εως ἡ<br /><b class="num">1)</b> отпускание, отправление (τῶν κατασκόπων Her.);<br /><b class="num">2)</b> расторжение брака, развод Dem.
}}
}}

Revision as of 20:36, 5 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόπεμψις Medium diacritics: ἀπόπεμψις Low diacritics: απόπεμψις Capitals: ΑΠΟΠΕΜΨΙΣ
Transliteration A: apópempsis Transliteration B: apopempsis Transliteration C: apopempsis Beta Code: a)po/pemyis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A sending away, dispatching, τῶν κατασκόπων Hdt 7.148.    2 dismissal, divorcing, D.59.59; δίκη ἀποπέμψεως Lys. Fr.307S.

German (Pape)

[Seite 318] ἡ, Entlassung, Her. 7, 148; Verstoßung einer Frau, Dem. 59, 59.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόπεμψις: -εως, ἡ, τὸ πέμπειν ὀπίσω, μετὰ τὴν ἀπόπεμψιν τῶν κατασκόπων Ἡρόδ. 7. 148. 2) ἀποπομπή, ἀπόλυσις, διάζευξις, καὶ τὴν ἀπόπεμψιν τῆς ἀνθρώπου Δημ. 1365. 12, πρβλ. τὴν λέξ. ἀπόλειψις. 3) δίκη ἀποπέμψεως Λυσ. παρὰ Πολυδ. Η΄, 31.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
envoi.
Étymologie: ἀποπέμπω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 despacho, envío τῶν κατασκόπων Hdt.7.148.
2 repudio, divorcio τῆς ἀνθρώπου D.59.59, (sc. δίκη) ἀποπέμψεως Lys.Fr.116Th.
3 conjuro, Tz.Comm.Ar.1.127.12.

Greek Monolingual

ἀπόπεμψις, η (Α)
1. η αποπομπή
2. το να επιστρέφει κανείς κάτι
3. το διαζύγιο.

Greek Monotonic

ἀπόπεμψις: -εως, ἡ,
1. το να αποστέλλει κάποιος κάτι πίσω, απόπεμψη, σε Ηρόδ.
2. αποπομπή, διαζύγιο, σε Δημ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόπεμψις: εως ἡ
1) отпускание, отправление (τῶν κατασκόπων Her.);
2) расторжение брака, развод Dem.