θεοσεβής: Difference between revisions

From LSJ

τὸ ἐμόν γ' ἐμοὶ λέγεις ὄναρ → you are telling me what I know already, you are telling me my own dream

Source
(2b)
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
Line 32: Line 32:
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''θεοσεβής:''' <b class="num">1)</b> богобоязненный, благочестивый ([[Ἀθῆναι]] Soph.; [[ἀνήρ]] Plat.; [[Ῥωμύλος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> священный ([[μέλος]] Arph.).
|elrutext='''θεοσεβής:'''<br /><b class="num">1)</b> богобоязненный, благочестивый ([[Ἀθῆναι]] Soph.; [[ἀνήρ]] Plat.; [[Ῥωμύλος]] Plut.);<br /><b class="num">2)</b> священный ([[μέλος]] Arph.).
}}
}}

Revision as of 15:55, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεοσεβής Medium diacritics: θεοσεβής Low diacritics: θεοσεβής Capitals: ΘΕΟΣΕΒΗΣ
Transliteration A: theosebḗs Transliteration B: theosebēs Transliteration C: theosevis Beta Code: qeosebh/s

English (LSJ)

ές,

   A fearing God, religious, Hdt.1.86, 2.37, S.OC260 (Sup.), Pl.Cra. 394d, al.; θ. μέλος Ar.Av.897 (lyr.); τὸ θεοσεβές Pl.Epin.977e. Adv. -βῶς X.Cyr.3.3.58.

German (Pape)

[Seite 1198] ές, Gott verehrend, gottesfürchtig; Soph. O. C. 261; Eur. Alc. 604; μέλος Ar. Av. 897; Her. 1, 86; Plat. Crat. 394 d u. s. w.; τὸ θεοσεβές = θεοσέβεια, Plat. Epin. 977 e. – Adv. θεοσεβῶς, Xen. Cyr. 3, 3, 58.

Greek (Liddell-Scott)

θεοσεβής: -ές, σεβόμενος τὸν θεόν, εὐσεβής, θρῆσκος, Ἡρόδ. 1. 86., 2. 37· τὰς Ἀθήνας φασὶ θεοσεβεστάτας εἶναι Σοφ. Ο. Κ. 260· ὅταν ἐξ ἀνδρὸς ἀγαθοῦ καὶ θεοσεβοῦς ἀσεβὴς γένηται Πλάτ. Κρατ. 394D, κ. ἀλλ.· θ. μέλος Ἀριστοφ. Ὄρν. 897· τὰ θεοσεβῆ = θεοσέβεια, Πλάτ. Ἐπιν. 977Ε.-Ἐπίρρ. -βῶς, Ξεν. Κύρ. 3. 3, 58.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui honore la divinité, religieux ; τὸ θεοσεβές la piété;
Sp. θεοσεβέστατος.
Étymologie: θεός, σέβω.

English (Strong)

from θεός and σέβομαι; reverent of God, i.e. pious: worshipper of God.

English (Thayer)

θεοσεβες (Θεός and σέβομαι), worshipping God, pious: Sept.; Sophocles, Euripides, Aristophanes, Xenophon, Plato, others; (cf. Trench, § xlviii.).)

Greek Monolingual

-ές (AM θεοσεβής, -ές)
1. αυτός που σέβεται τον θεό ή τους θεούς
2. το ουδ. ως ουσ. το θεοσεβές
η ευσέβεια
νεοελλ.
(υπερθ.) θεοσεβέστατος
τίτλος προσφώνησης αρχιμανδριτών.
επίρρ...
θεοσεβώς (Α θεοσεβῶς)
κατά τρόπο θεοσεβή, ευσεβώς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -σεβής (< σέβας < σέβομαι), πρβλ. α-σεβής, ευ-σεβής].

Greek Monotonic

θεοσεβής: -ές (σέβω), αυτός που σέβεται το θεό, ευσεβής, σε Ηρόδ., Σοφ., κ.λπ. επίρρ. -βῶς, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

θεοσεβής:
1) богобоязненный, благочестивый (Ἀθῆναι Soph.; ἀνήρ Plat.; Ῥωμύλος Plut.);
2) священный (μέλος Arph.).