κολωνία: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(nl)
m (Text replacement - "˙" to "·")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κολωνία''': καὶ κολώνια, ἡ, [[τάφος]] κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων, Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ Λατ. colonia, ἀποικιακὴ Ρωμαϊκὴ [[πόλις]], Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 12, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 908˙ πρβλ. [[κολώνεια]].
|lstext='''κολωνία''': καὶ κολώνια, ἡ, [[τάφος]] κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων, Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ Λατ. colonia, ἀποικιακὴ Ρωμαϊκὴ [[πόλις]], Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 12, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 908· πρβλ. [[κολώνεια]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 19:33, 6 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κολωνία Medium diacritics: κολωνία Low diacritics: κολωνία Capitals: ΚΟΛΩΝΙΑ
Transliteration A: kolōnía Transliteration B: kolōnia Transliteration C: kolonia Beta Code: kolwni/a

English (LSJ)

ἡ,

   A grave (Elean), Hsch.    II = Lat. colonia, Act.Ap. 16.12, Epigr.Gr.908 (Batanaea); cf. κολωνεία.

German (Pape)

[Seite 1476] ἡ, das Grab, bei den Eleern, Hesych. – Das lat. colonia, Act. ap. 16, 12.

Greek (Liddell-Scott)

κολωνία: καὶ κολώνια, ἡ, τάφος κατὰ τὴν διάλεκτον τῶν Ἠλείων, Ἡσύχ. ΙΙ. τὸ Λατ. colonia, ἀποικιακὴ Ρωμαϊκὴ πόλις, Πράξ. Ἀποστ. ις΄, 12, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 908· πρβλ. κολώνεια.

English (Strong)

of Latin origin; a Roman "colony" for veterans: colony.

English (Thayer)

(R G Tr), κολωνία (L T WH KC (cf. Chandler § 95)) (Tdf. editions 2,7 κολωνεία; see his note on Acts as below, and cf. εἰ, ἰ), κολωνιας, ἡ (a Latin word), a colony: in Dio Cassius, 51,4; Digest. 50, Titus 15,8). The exegetical difficulties of this passage are best removed, as Meyer shows, by connecting κολωνία closely with πρώτη πόλις, the chief city, a (Roman) colony (a colonial city); (but cf. Lightfoot's Commentary on Philippians , p. 50f).

Greek Monolingual

κολωνία, ἡ (Α)
1. ρωμαϊκή αποικιακή πόλη
2. (κατά τον Ησύχ.) τάφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. colonija. Με τη σημ. 2 < κολώνη.

Greek Monotonic

κολωνία: ἡ, η Λατ. colonia, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

κολωνία: ἡ (лат. colonia) колония NT.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολωνία -ας, ἡ [Lat. colonia] kolonie. NT.