ιώδης: Difference between revisions

From LSJ

εἰ πάλιν ἔστι γενέσθαι, ὕπνος σ' ἔ̣χει οὐκ ἐπὶ δηρόν, εἰ δ' οὐκ ἔστιν πάλιν ἐλθεῖν, αἰώ̣νιος ὕπνος → if it is possible for you to be born again, you will fall asleep, briefly; if it is not possible to return — it would be eternal sleep

Source
(18)
 
m (Text replacement - "———————— " to "<br />")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (Α ἰῶδης, -ες) [[ίον]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου, [[ιόχρους]], [[μενεξεδής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιώδες</i><br />α) το [[χρώμα]] που παράγεται από την [[ανάμιξη]] του ερυθρού και του κυανού, ως οπτικών αισθημάτων<br />β) [[είδος]] τών ιωδών χρωστικών, με φαρμακευτικές ιδιότητες (α. «κρυσταλλικό ιώδες» β. «ιώδες της γεντιανής»).———————— <b>(II)</b><br />-ες (Α [[ἰώδης]], -ες) [<i>ιός</i> IV]<br /><b>1.</b> σκουριασμένος<br /><b>2.</b> [[δηλητηριώδης]]<br /><b>3.</b> (μτφ., για πρόσ.) [[φαρμακερός]], [[κακεντρεχής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πικρός]], [[στυφός]], [[δριμύς]].
|mltxt=<b>(I)</b><br />-ες (Α ἰῶδης, -ες) [[ίον]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει το [[χρώμα]] του ίου, [[ιόχρους]], [[μενεξεδής]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ιώδες</i><br />α) το [[χρώμα]] που παράγεται από την [[ανάμιξη]] του ερυθρού και του κυανού, ως οπτικών αισθημάτων<br />β) [[είδος]] τών ιωδών χρωστικών, με φαρμακευτικές ιδιότητες (α. «κρυσταλλικό ιώδες» β. «ιώδες της γεντιανής»).<br /><b>(II)</b><br />-ες (Α [[ἰώδης]], -ες) [<i>ιός</i> IV]<br /><b>1.</b> σκουριασμένος<br /><b>2.</b> [[δηλητηριώδης]]<br /><b>3.</b> (μτφ., για πρόσ.) [[φαρμακερός]], [[κακεντρεχής]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[πικρός]], [[στυφός]], [[δριμύς]].
}}
}}

Latest revision as of 13:55, 8 January 2019

Greek Monolingual

(I)
-ες (Α ἰῶδης, -ες) ίον
1. αυτός που έχει το χρώμα του ίου, ιόχρους, μενεξεδής
2. το ουδ. ως ουσ. το ιώδες
α) το χρώμα που παράγεται από την ανάμιξη του ερυθρού και του κυανού, ως οπτικών αισθημάτων
β) είδος τών ιωδών χρωστικών, με φαρμακευτικές ιδιότητες (α. «κρυσταλλικό ιώδες» β. «ιώδες της γεντιανής»).
(II)
-ες (Α ἰώδης, -ες) [ιός IV]
1. σκουριασμένος
2. δηλητηριώδης
3. (μτφ., για πρόσ.) φαρμακερός, κακεντρεχής
αρχ.
πικρός, στυφός, δριμύς.