πα: Difference between revisions
From LSJ
Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau
(30) |
m (Text replacement - "————————" to "<br />") |
||
Line 11: | Line 11: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />πᾷ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>πη</i> (II). | |mltxt=<b>(I)</b><br />πᾷ (Α)<br />(<b>δωρ. τ.</b>) <b>βλ.</b> <i>πη</i> (II).<br /> <b>(II)</b><br />[[επιφώνημα]] που, επαναλαμβανόμενο <i>πα</i>, <i>πα</i>, <i>πα</i>, δηλώνει [[έκπληξη]], [[δυσφορία]] ή [[άρνηση]] αποδοχής.<br /> <b>(III)</b><br />πα (Α)<br />[[αποκοπή]] της πρόθεσης [[παρά]] («πα Δάματρα», <b>επιγρ.</b>).<br /> <b>(IV)</b><br />πᾳ (Α)<br />(δωρ. τ. [[αντί]] <i>ὅπα</i>) <b>βλ.</b> <i>όπα</i>.<br /> <b>(V)</b><br />πᾳ (Α)<br />(δωρ. τ. [[αντί]] [[ὅπου]]) <b>βλ.</b> <i>όπου</i>.<br /> <b>(VI)</b><br />πᾳ (Α)<br />(δωρ. εγκλιτ. τ. [[αντί]] <i>πῃ</i>) <b>βλ.</b> <i>πη</i>.<br /> <b>(VII)</b><br /><b>μουσ.</b> ο [[πρώτος]] [[φθόγγος]] της κλίμακας της βυζαντινής μουσικής, [[αντίστοιχος]] [[περίπου]] [[προς]] τον <i>ρε</i>.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Βλ. λ. <i>νη</i> (ΙΙ)]. | ||
}} | }} |
Revision as of 11:45, 9 January 2019
English (LSJ)
apoc. for παρά, πα Δάματρα, π. Δάματρι, GDI3536a20, 3542.11 (Cnidus).
Greek Monolingual
(I)
πᾷ (Α)
(δωρ. τ.) βλ. πη (II).
(II)
επιφώνημα που, επαναλαμβανόμενο πα, πα, πα, δηλώνει έκπληξη, δυσφορία ή άρνηση αποδοχής.
(III)
πα (Α)
αποκοπή της πρόθεσης παρά («πα Δάματρα», επιγρ.).
(IV)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπα) βλ. όπα.
(V)
πᾳ (Α)
(δωρ. τ. αντί ὅπου) βλ. όπου.
(VI)
πᾳ (Α)
(δωρ. εγκλιτ. τ. αντί πῃ) βλ. πη.
(VII)
μουσ. ο πρώτος φθόγγος της κλίμακας της βυζαντινής μουσικής, αντίστοιχος περίπου προς τον ρε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. νη (ΙΙ)].