πυκιμηδής: Difference between revisions

From LSJ

ἐκ τῆς θαλάττης ἅπασα ὑμῖν ἤρτηται σωτηρίαyour safety altogether depends upon the sea

Source
(nl)
(1b)
Line 24: Line 24:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=πυκιμηδής of πυκιμήδης -ες [πύκα, μῆδος] verstandig, met degelijk inzicht.
|elnltext=πυκιμηδής of πυκιμήδης -ες [πύκα, μῆδος] verstandig, met degelijk inzicht.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῠκῐ-μηδής, ές [[πύκα]], [[μῆδος]]<br />of [[close]] or [[cautious]] [[mind]], [[shrewd]], Hom.
}}
}}

Revision as of 11:48, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠκῐμηδής Medium diacritics: πυκιμηδής Low diacritics: πυκιμηδής Capitals: ΠΥΚΙΜΗΔΗΣ
Transliteration A: pykimēdḗs Transliteration B: pykimēdēs Transliteration C: pykimidis Beta Code: pukimhdh/s

English (LSJ)

ές, (πύκα, μῆδος)

   A of close or cautious mind, shrewd, Od. 1.438: also written parox. πυκιμήδης, h.Cer.153, Q.S.7.189.

German (Pape)

[Seite 815] ές, oder -μήδης betont, bedachtsames Sinnes; Od. 1, 438; H. h. Cer. 153; vgl. Lob. Phryn. 671.

English (Autenrieth)

ές (μῆδος): deep-counselled, Od. 1.438†.

Greek Monolingual

-ές, και πυκιμήδης, -ίμηδες, Α
συνετός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυκι- (βλ. λ. πυκνός) + -μηδής (< μήδεα < μήδομαι «σκέφτομαι»), πρβλ. θρασυ-μηδής].

Greek Monotonic

πῠκῐμηδής: -ές (πύκα, μῆδος), αυτός που έχει συνετό και συγκροτημένο νου, έξυπνος, σώφρων, σε Όμηρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυκιμηδής of πυκιμήδης -ες [πύκα, μῆδος] verstandig, met degelijk inzicht.

Middle Liddell

πῠκῐ-μηδής, ές πύκα, μῆδος
of close or cautious mind, shrewd, Hom.