νεουργός: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως ἔδειξέν μοι κύριος καὶ ἰδοὺ ἐπιγονὴ ἀκρίδων ἐρχομένη ἑωθινή, καὶ ἰδοὺ βροῦχος εἷς Γωγ ὁ βασιλεύς (Amos 7:1) → Thus the Lord showed me and look, early-morning offspring of locusts coming, and look, one locust-larva: Gog the king.

Source
(3b)
m (Text replacement - "————————" to "<br />")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεουργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν [[ἱμάτιον]] ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεωργική [[έκταση]]) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε [[εἶναι]] τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νεουργός]]<br />ο [[ανακαινιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].———————— <b>(II)</b><br />[[νεουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο [[ναυπηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεώς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].———————— <b>(III)</b><br />[[νεουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεώς]], αττ. τ. του <i>νᾱός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[νεουργός]], -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν [[ἱμάτιον]] ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για γεωργική [[έκταση]]) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε [[εἶναι]] τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)<br /><b>3.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[νεουργός]]<br />ο [[ανακαινιστής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>νε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].<br /> <b>(II)</b><br />[[νεουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο [[ναυπηγός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναῦς]], [[νεώς]] «[[πλοίο]]» <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].<br /> <b>(III)</b><br />[[νεουργός]], ὁ (Α)<br />αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ναό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[νεώς]], αττ. τ. του <i>νᾱός</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ουργός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ἔργον]])].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 12:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεουργός Medium diacritics: νεουργός Low diacritics: νεουργός Capitals: ΝΕΟΥΡΓΟΣ
Transliteration A: neourgós Transliteration B: neourgos Transliteration C: neourgos Beta Code: neourgo/s

English (LSJ)

(A), όν,

   A newmade, new, ἱμάτιον Pl.R.495e; φοινικίδες Plu.Aem.18.
νε-ουργός (B), ὁ, (ναῦς)

   A shipbuilder, Poll.1.84.

German (Pape)

[Seite 245] neu gemacht, neu; ἱμάτιον, Plat. Rep. VI, 495 e; ἔλαιον, Plut. Symp. 8, 10, 1; a. Sp.; στολή, Poll. 1, 25. – Auch = Schiffbauer, Poll. 1, 84.

Greek (Liddell-Scott)

νεουργός: -όν, (*ἔργω) ὁ νεωστὶ εἰργασμένος, νέος, καινουργής, ἱμάτιον Πλάτ. Νόμ. 445Ε. 2) ὁ νεωστὶ ἠροτριωμένος, πρὸ μικροῦ καλλιεργηθείς, γῆ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 15, 3.

French (Bailly abrégé)

ός, όν :
nouvellement fait ou travaillé.
Étymologie: νέος, ἔργον.

Greek Monolingual

(I)
νεουργός, -όν (Α)
1. αυτός που φτειάχτηκε πρόσφατα («νεουργὸν ἱμάτιον ἔχοντος, ὡς νυμφίου παρεσκευασμένον», Πλάτ.)
2. (για γεωργική έκταση) αυτός που οργώθηκε πρόσφατα («διὰ τὸ νεουργόν τε εἶναι τῆν γῆν και ἀκάρπωτον», Θεόφρ.)
3. το αρσ. ως ουσ. νεουργός
ο ανακαινιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ουργός (< ἔργον)].
(II)
νεουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς, νεώς «πλοίο» + -ουργός (< ἔργον)].
(III)
νεουργός, ὁ (Α)
αυτός που κατασκευάζει ή επισκευάζει ναό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του νᾱός + -ουργός (< ἔργον)].

Greek Monotonic

νεουργός: -όν (*ἔργον), αυτός που φτιάχτηκε πρόσφατα, καινούριος.

Russian (Dvoretsky)

νεουργός: вновь сделанный, недавно приготовленный (ἱμάτιον Plat.; ἔλαιον Plut.).