φωριαμός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''φωριᾰμός:''' ὁ или ἡ сундук, ларь Hom.
|elrutext='''φωριᾰμός:''' ὁ или ἡ сундук, ларь Hom.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=φωριᾰμός,<br />a [[chest]], [[trunk]], [[coffer]], esp. for [[clothes]] and [[linen]], Hom. [Derivation [[unknown]].]
}}
}}

Revision as of 12:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φωρῐᾰμός Medium diacritics: φωριαμός Low diacritics: φωριαμός Capitals: ΦΩΡΙΑΜΟΣ
Transliteration A: phōriamós Transliteration B: phōriamos Transliteration C: foriamos Beta Code: fwriamo/s

English (LSJ)

ἡ,

   A chest, trunk, coffer, esp. for clothes and linen: pl. in Hom., Il.24.228, Od.15.104: sg. in A.R.3.802. (Acc. to Eratosth. 4 from φώρ, φώριος 11, a place for keeping secret.)

German (Pape)

[Seite 1323] ὁ, ein Kasten, eine Kiste, bes. um Kleider u. Wäsche darin aufzubewahren; φωριαμῶν ἐπιθήματα κάλ' ἀνέῳγεν, ἔνθεν ἔξελε πέπλους Il. 24, 228, wie Od. 15, 104; nach Eustath. von φώριος, Geräth, um darin Etwas zu verbergen, nach Andern von φέρω, ein Tragkasten.

Greek (Liddell-Scott)

φωριᾰμός: ἡ, κιβώτιον, ἐντὸ τοῦ ὁποίου ἐναπέθετον οὐ μόνον πέπλους, χλαίνας καὶ χιτῶνας, ἀλλὰ καὶ τάπητας κτλ., Ἰλ. Ω. 228, Ὀδ. Ο. 104. Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν τοῦ πληθ. καὶ ἀφίνει τὸ γένος ἀδιάγνωστον, ἀλλὰ παρὰ τῷ Ἀπολλ. Ροδ. Γ. 802 εἶναι θηλ. (Κατὰ τὸ Ἐρατοσθένη σ. 137 Bernhardy, ἐκ τοῦ φώρ, φώριος, οἱονεὶ τόπος πρὸς μυστικὴν φύλαξιν).

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ, postér. ἡ)
coffre pour serrer des vêtements.
Étymologie: DELG emprunt ?

English (Autenrieth)

chest, coffer, box, pl., Il. 24.228 and Od. 15.104.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) κιβώτιο για τη φύλαξη ρούχων, σεντούκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ομηρική λ. αβέβαιης ετυμολ., πιθ. δάνεια. Παλαιότερα η λ. συνδεόταν με τις λ. φώρ (< φέρω) «κλέφτης», φώριος «κλεμμένος», ενώ, κατά τις νεώτερες απόψεις, η λ. φωριαμός ανήκει μεν στην οικογένεια του ρ. φέρω, έχει, όμως, σχηματιστεί μέσω ενός επιθ. φώριος με σημ «φορητός» (πρβλ. αρχ. ινδ. bhārya-), σχηματισμένου από την εκτεταμένη - ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. φέρω (για τον σχηματισμό βλ. και λ. φώρ). Κατ' άλλους, τέλος, πρόκειται για λ. πελασγικής προέλευσης. Ωστόσο, όλες οι απόψεις αυτές παραμένουν ανεπιβεβαίωτες. Παρλλ. προς τον τ. φωριαμός απαντά στον Ησύχ. και τ. χωριαμός
κίστη, ο οποίος, όμως, πρέπει μάλλον να θεωρηθεί εσφ. γρφ. αντί του φωριαμός.

Greek Monotonic

φωριᾰμός: ἡ, κιβώτιο, μπαούλο, κάσα, ιδίως λέγεται για ρούχα και χιτώνες (άγν. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

φωριᾰμός: ὁ или ἡ сундук, ларь Hom.

Middle Liddell

φωριᾰμός,
a chest, trunk, coffer, esp. for clothes and linen, Hom. [Derivation unknown.]