αὐτόφυτος: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐτόφῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> самостоятельно возникающий (ἕλκεα Pind.);<br /><b class="num">2)</b> непосредственно производящий ([[ἐργασία]] Arst.). | |elrutext='''αὐτόφῠτος:'''<br /><b class="num">1)</b> самостоятельно возникающий (ἕλκεα Pind.);<br /><b class="num">2)</b> непосредственно производящий ([[ἐργασία]] Arst.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">1.</b> [[self]]-caused, ἕλκεα Pind.<br /><b class="num">2.</b> [[natural]], αὐτ. [[ἐργασία]], = [[αὐτουργία]], i. e. [[agriculture]], Arist. | |||
}} | }} |
Revision as of 12:50, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A self-engendered: hence, arising naturally, ἕλκεα Pi.P.3.47, cf. Antipho Trag. ap. Lex.Sabb.; native, ἀρετή D.C.44.37. 2 natural, primitive, ἐργασία Arist.Pol.1256a40.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτόφῠτος: -ον, ἀφ’ ἑαυτοῦ φύς, γεννηθείς, ἕλκεα Πινδ. Π. 3. 83· ἀφ' ἑαυτοῦ ὑπάρχων, Νόνν. Μετάφρ. Εὐαγγ. κ. Ἰω. α΄, 3· ἐγγενής, ἔμφυτος, σύμφυτος, ἀρετὴ Δίων Κ. 44. 37. 2) φυσικὸς, αὐτ. ἐργασία = αὐτουργία, ὅ ἐ. γεωργία ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ δι’ ἀλλαγῆς πορίζειν τὴν τροφὴν Ἀριστ. Πολ. 1. 8, 8.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
I. 1 qui naît de soi-même;
2 qui existe par soi-même, naturel ; inné;
II. qui produit lui-même.
Étymologie: αὐτός, φύω.
English (Slater)
αὐτόφῠτος
1 arising of their own accord, naturally ὅσσοι μόλον αὐτοφύτων ἑλκέων ξυνάονες (P. 3.47)
Spanish (DGE)
(αὐτόφῠτος) -ον
I 1nacido espontáneamente, por sí mismo αὐτοφύτων ἑλκέων úlceras espontáneas Pi.P.3.47, cf. Antipho Trag.5, αὐτοφύτοισιν ... ἀμπέλοισιν Hp.Ep.17
•que se regenera espontáneamente del hígado de Prometeo, Nonn.D.2.300
•autogenerado de Dios, Nonn.Par.Eu.Io.1.1.
2 innato, natural ἀρετή virtud innata D.C.44.37.2, cf. Nonn.D.4.436.
II productivo por sí mismo αὐ. ἐργασία medio de vida natural Arist.Pol.1256a40.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτόφυτος, -ον)
1. (για φυτά) αυτός που φύτρωσε μόνος του, αυτοφυής
2. φυσικός, απλός, πρωτόγονος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο- + -φυτος < φύομαι].
Greek Monotonic
αὐτόφῠτος: -ον, 1. γεννημένος αφ' εαυτού, ἕλκεα, σε Πίνδ.
2. φυσικός, αὐτόφυτος ἐργασία = αὐτουργία, δηλ. η γεωργία, σε Αριστ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτόφῠτος:
1) самостоятельно возникающий (ἕλκεα Pind.);
2) непосредственно производящий (ἐργασία Arst.).
Middle Liddell
1. self-caused, ἕλκεα Pind.
2. natural, αὐτ. ἐργασία, = αὐτουργία, i. e. agriculture, Arist.