λιχμάω: Difference between revisions

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source
(3)
(1ba)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''λιχμάω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> (о змеях) шевелить языком Hes., Theocr.;<br /><b class="num">2)</b> лизать, облизывать (τι и περί τι Eur., Arph.).
|elrutext='''λιχμάω:''' тж. med.<br /><b class="num">1)</b> (о змеях) шевелить языком Hes., Theocr.;<br /><b class="num">2)</b> лизать, облизывать (τι и περί τι Eur., Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[λείχω]]<br />to [[lick]] with the [[tongue]], of snakes, Eur.:—Mid., ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν played like serpents [[round]] the [[head]], Ar.
}}
}}

Revision as of 13:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λιχμάω Medium diacritics: λιχμάω Low diacritics: λιχμάω Capitals: ΛΙΧΜΑΩ
Transliteration A: lichmáō Transliteration B: lichmaō Transliteration C: lichmao Beta Code: lixma/w

English (LSJ)

fut. Med. -ήσομαι (ἀνα-) J.AJ8.15.4: aor. ἐλιχμησάμην ap.D.L.8.91:—

   A play with the tongue, of snakes, in Ep. part., αἰνὸν λιχμώωντες Q.S.5.40: in irreg. pf. part., γλώσσῃσι λελιχμότες Hes.Th.826:—Med., ἑκατὸν . . κεφαλαὶ κολάκων . . ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν played like serpents round... Ar.V.1033, Pax756 (ἐλιχνῶντο v.l. in Sch., Hsch.), cf. Theoc.24.20, Euph.51.6.    2 trans., lick, ὄφεσι . . λιχμῶσιν γένυν E.Ba.698:—Med., D.L. l. c., App.Hisp.96, Mith.38.    II Med., also, lick up, λιχμώμενος ἔρσην Nic.Al.569; used by Hom. only in the compd. ἀπολιχμάομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λιχμάω: ἀόρ. λιχμῆσαι Χρησμ. Σιβυλ. 11. 139 (πρβλ. ἐπιλ-). - Μέσ. (ἴδε κατωτ.)· μέλλ. -ήσομαι Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 8. 15, 4 (πρβλ. ἀπολ-)· ἀόρ. ἐλιγμησάμην παρὰ Διογ. Λ. 8. 91 (λείχω). Παίζω διὰ τῆς γλώσσης, ἐπὶ ὄφεων, ἐν τῇ Ἐπικ. μετοχ. λιχμώωντες Κόϊντ. Σμ. 5. 40 (ἀκριβῶς ὡς τὸ λελειχμότες παρὰ Ἡσ., ἴδε ἐν λέξ. λείχω)· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἑκατόν... κεφαλαὶ κολάκων... ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν, ἔπαιζον ὁλόγυρα ὡς ὄφεις..., Ἀριστοφ. Σφ. 1033, Εἰρ. 756 (ἔνθα ὁ Σχολ. μνημονεύει διάφ. γραφήν: ἐλιχνῶντο). 2) μεταβ., λείχω, «γλείφω», ὄφεσι... λιχμῶσιν γένυν Εὐρ. Βάκχ. 697· ὡς ἄρκτος λιχμῶσα φίλους ἀνεπλάσσατο παῖδας Ὁππ. Κ. 3. 168· - οὕτως ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, Διογ. Λ. 8. 91, Πλούτ. 2. 807Α, Ἀππ., κτλ.· ΙΙ. ἐν τῷ μέσ. ὡσαύτως, «γλείφω» ἐντελῶς, λιχμώμενος ἔρσην Νικ. Ἀλ. 582· παρ’ Ὁμ. μόνον ἐν τῷ συνθέτῳ ἀπολιχμάομαι.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
seul. prés. et ao.
darder sa langue;
Moy. λιχμάομαι-ῶμαι;
1 darder sa langue;
2 lécher, pourlécher;
3 fellare (Anth. Pal. 5, 38).
Étymologie: λείχω.

Greek Monotonic

λιχμάω: μέλ. λιχμήσω (λείχωπαίζω, γλείφω με τη γλώσσα, λέγεται για φίδια, σε Ευρ. — Μέσ., ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν, έπαιζαν γύρω από το κεφάλι σαν φίδια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λιχμάω: тж. med.
1) (о змеях) шевелить языком Hes., Theocr.;
2) лизать, облизывать (τι и περί τι Eur., Arph.).

Middle Liddell

λείχω
to lick with the tongue, of snakes, Eur.:—Mid., ἐλιχμῶντο περὶ τὴν κεφαλήν played like serpents round the head, Ar.