μυριοπληθής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
(3)
(1ba)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''μῡριοπληθής:''' бесчисленный в своих проявлениях, бесконечно разнообразный ([[κόσμος]] Eur.).
|elrutext='''μῡριοπληθής:''' бесчисленный в своих проявлениях, бесконечно разнообразный ([[κόσμος]] Eur.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μῡριο-πληθής, ές [[πλῆθος]]<br />[[infinite]] in [[number]], Eur.
}}
}}

Revision as of 13:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μῡρῐοπληθής Medium diacritics: μυριοπληθής Low diacritics: μυριοπληθής Capitals: ΜΥΡΙΟΠΛΗΘΗΣ
Transliteration A: myrioplēthḗs Transliteration B: myrioplēthēs Transliteration C: myrioplithis Beta Code: murioplhqh/s

English (LSJ)

ές,

   A infinite in number, countless, E.IA571 (lyr.), Anaxandr.41.9 (anap.); στρατός Hld.9.3.

German (Pape)

[Seite 219] ές, von unzähliger Menge, unzählig; κόσμος, Eur. I. A. 571; Pol. 37, 3, 8 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

μῡριοπληθής: -ές, ἀναρίθμητος, πολυπληθής, Εὐρ. Ι. Α. 572, Ἀναξανδρίδ. ἐν «Πρωτεσιλάῳ» 1. 9.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
innombrable, qui se manifeste sous des formes ou en des occasions innombrables.
Étymologie: μυρίος, πλῆθος.

Greek Monolingual

μυριοπληθής, -ές (Μ)
άπειρος ως προς το πλήθος, πολυπληθής, αναρίθμητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο)- + -πληθής (< πλήθος)].

Greek Monotonic

μυριοπληθής: -ές (πλῆθος), άπειρος ως προς τον αριθμό, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

μῡριοπληθής: бесчисленный в своих проявлениях, бесконечно разнообразный (κόσμος Eur.).

Middle Liddell

μῡριο-πληθής, ές πλῆθος
infinite in number, Eur.