παυστήρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ ἂν τό γε πραχθὲν ἀγένητον θείη → since he cannot make what was done as though it had not come to pass

Source
(nl)
(1ba)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=παυστήρ -ῆρος [παύω] genezer.
|elnltext=παυστήρ -ῆρος [παύω] genezer.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παυστήρ]], ῆρος, ὁ, [[παύω]]<br />one who stops, calms, a [[reliever]], νόσου Soph.
}}
}}

Revision as of 13:07, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παυστήρ Medium diacritics: παυστήρ Low diacritics: παυστήρ Capitals: ΠΑΥΣΤΗΡ
Transliteration A: paustḗr Transliteration B: paustēr Transliteration C: pafstir Beta Code: pausth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ,

   A one who stops or relieves, νόσου S.Ph.1438, cf. El.304, Alex.240.9.

German (Pape)

[Seite 538] ῆρος, ὁ, der Aufhörenmachende, Stillende, Lindernde, Heilende, νόσου, Soph. Phil. 1438 El. 304; der Schlaf heißt παυστὴρ βροτείων νόσων, Alexis bei Ath. X, 449 e.

Greek (Liddell-Scott)

παυστήρ: ῆρος, ὁ, ὁ καταπαύων ἢ ἀνακουφίζων, Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου Σοφ. Φιλ. 1438, πρβλ. Ἠλ. 304, ὕπνος, βροτείων, ὦ κόρη, παυστὴρ πόνων Ἄλεξις ἐν «Ὕπνῳ» 1.

French (Bailly abrégé)

ῆρος;
adj. m.
qui fait cesser, qui met fin à, gén..
Étymologie: παύω.

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που καταπαύει ή διώχνει κάτι, αυτός που ανακουφίζει από κάτι («Ἀσκληπιὸν παυστῆρα πέμψω σῆς νόσου», Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. παυ- του παύω + κατάλ. -τήρ (πρβλ. τιμωρη-τήρ). Το -σ- του τ. είναι αναλογικό προς το -σ- του αορ. ἔπαυσα (βλ. και λ. παύω)].

Greek Monotonic

παυστήρ: -ῆρος, ὁ (παύω), κάποιος που σταματά, που καταπραΰνει, ο περιθάλπων, νόσου, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

παυστήρ: ῆρος ὁ успокоитель, исцелитель (νόσου Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παυστήρ -ῆρος [παύω] genezer.

Middle Liddell

παυστήρ, ῆρος, ὁ, παύω
one who stops, calms, a reliever, νόσου Soph.