αἰτιολογικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)")
(1a)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''αἰτιολογικός:'''<br /><b class="num">1)</b> исследующий причины Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> грам. причинный, винословный (σύνδεσμοι).
|elrutext='''αἰτιολογικός:'''<br /><b class="num">1)</b> исследующий причины Diog. L.;<br /><b class="num">2)</b> грам. причинный, винословный (σύνδεσμοι).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />[[inquiring]] [[into]] causes: τὸ αἰτιολογικόν, [[investigation]] of causes, Strab.
}}
}}

Revision as of 13:20, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: αἰτιολογικός Medium diacritics: αἰτιολογικός Low diacritics: αιτιολογικός Capitals: ΑΙΤΙΟΛΟΓΙΚΟΣ
Transliteration A: aitiologikós Transliteration B: aitiologikos Transliteration C: aitiologikos Beta Code: ai)tiologiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A ready at giving the cause, inquiring into causes, αἰτιολογικώτατος, of Aristotle, D.L.5.32; causal, τρόπος Epicur.Nat.144 G.:—Subst., τὸ -κόν investigation of causes, Str.2.3.8.    2 Gramm., causal, σύνδεσμοι, σύνταξις, etc., A.D.Conj. 231.4, al., Adv.200.2. Adv. -κῶς Id.Synt.320.3.

Greek (Liddell-Scott)

αἰτιολογικός: ή ,όν, ἕτοιμος πρὸς αἰτιολογίαν, ὁ ἐρευνῶν τὰς αἰτίας, αἰτολογικώτατος, περὶ Ἀριστοτέλους, Διογ. Λ. 5. 32: - Ὡς οὐσιαστ. αἰτιολογικὸν ἢ αἰτιολογικὴ (ἐνν. τέχνη), διερεύνησις τῶν αἰτίων, Στράβ. 104, Γαλην. 2) σύνδεσμος αἰτιολογικός, Γραμμ.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui concerne la recherche ou l’indication des causes;
2 t. de gramm. qui exprime l’idée de cause, causal en parl. de certaines conjonctions;
Sp.
αἰτιολογικώτατος.
Étymologie: αἰτία, λόγος.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1de pers. que razona la causa, que indaga la causa subst. ὁ αἰ. etiologista op. ‘escéptico’ τινὲς τρόποι τῆς τῶν αἰτιολογικῶν ἀνατροπῆς algunos modos de refutación de los etiologistas S.E.P.1.180 (tít.).
2 de cosas causal, etiológico ὁ παθολογικὸς τρόπος καὶ ὁ αἰτιολογικός Epicur.Fr.[34] 36.6, cf. Gal.14.690
gram. causal σύνδεσμοι conjunciones causales (incluidas las finales), D.T.642.25, cf. 643.4, A.D.Coni.231.4, 6, πτῶσις caso causal, e.e., el acusativo A.D.Adu.200.3, σύνταξις construcción de acusativo A.D.Adu.200.2, ἔγκλισις modo (verbal) que expresa causa o finalidad, e.e., el subjuntivo Sch.D.T.245.17
subst. τὸ αἰ. razonamiento causal, etiologismo πολὺ γάρ ἐστι τὸ αἰτιολογικὸν παρὰ αὐτῷ καὶ τὸ Ἀριστοτελίζον pues es muy importante en él (Posidonio de Apamea) el etiologismo y el Aristotelismo Str.2.3.8.
3 imputable a una causa, explicable Dion.Ar.DN 2.3.
II adv. -ῶς gram. causalmente A.D.Synt.320.5.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α αἰτιολογικός, -ή, -όν αἰτιολογῶ
1. αυτός που δηλώνει την αιτία, που δικαιολογεί κάτι
2. (ως γραμμ. και συντακτ. όρος) αυτός που εισάγει ή εκφράζει αιτία, όπως ορισμένοι σύνδεσμοι, προτάσεις κ.λπ.
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. (νομ. όρ.) το αιτιολογικό
το δικαιολογητικό αποφάσεως ή αναγραφή μέσα στο σκεπτικό μιας αποφάσεως τών στοιχείων πάνω στα οποία στηρίχθηκε το δικαστήριο για να βγάλει την κρίση του
αρχ.
1. αυτός που αιτιολογεί το καθετί ερευνώντας τις αιτίες, τα αίτια που το δημιουργούν
2. το ουδ. ως ουσ. το αιτιολογητικόν
έρευνα, διερεύνηση των αιτίων, δικαιολογητικό.

Greek Monotonic

αἰτιολογικός: -ή, -όν, αυτός που διερευνά τα αίτια· τὸαἰτιολογικόν, διερεύνηση αιτίων, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

αἰτιολογικός:
1) исследующий причины Diog. L.;
2) грам. причинный, винословный (σύνδεσμοι).

Middle Liddell


inquiring into causes: τὸ αἰτιολογικόν, investigation of causes, Strab.