μυδαλέος: Difference between revisions
Οὐ λύσῃς, ὦ ξένε, τόν ἐν τῆ οἰκία φίλον; (Ου λύσης, ω ξένε, τον εν τη οικία φίλον) → Won't you release the friend?
(3) |
(1ba) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μῡδᾰλέος:''' влажный, мокрый, облитый (αἵματι Hom.; δάκρυσι Hes.; ἰξῷ Anth.). | |elrutext='''μῡδᾰλέος:''' влажный, мокрый, облитый (αἵματι Hom.; δάκρυσι Hes.; ἰξῷ Anth.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=μυδᾰλέος, η, ον<br />wet, [[dripping]], Il., Hes., Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 9 January 2019
English (LSJ)
α, ον,
A wet, dripping, αἵματι Il.11.54; δάκρυσι Hes.Sc. 270, S.El.166 (lyr.): abs., Hes.Op.556, Antim.90, Hymn.Is.27. II mouldy, ὀδμή A.R.2.191. [ῠ, but ῡ metri gr. in dactylic verses.]
German (Pape)
[Seite 213] feucht, benetzt; κατὰ δ' ὑψόθεν ήκεν ἐέρσας αἵματι μυδαλέας, von Blut triefend, Il. 11, 54; δάκρυσι, Hes. Sc. 270, vgl. O. 558 u. Soph. El. 162; διὰ μυδαλέοις δάκρυσι κόλπους τέγγουσι, Aesch. Pers. 531; δόναξ ἰξῷ μυδαλέος, Antp. Sid. 17 (VI, 109); auch = durch Feuchtigkeit verdorben, moderig, ὀδμή, Ap. Rh. 2, 191, πνεῖν, ib. 229.
Greek (Liddell-Scott)
μῠδᾰλέος: -α, -ον, ὑγρός, κάθυγρος, στάζων, διάβροχος, αἵματι Ἰλ. Λ. 54· δάκρυσι Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 270, Σοφ. Ἠλ. 166· ἀπολ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 558. ΙΙ. ὑγρός, εὐρωτιῶν, ὀδμὴ Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 191. [ῠ, ἀλλά ῡ χάριν τοῦ μέτρου ἐν δακτυλικοῖς στίχοις].
French (Bailly abrégé)
α, ον :
humide de, τινι.
Étymologie: μύδος.
Greek Monolingual
μυδαλέος, -α και ιων. τ. -η, -ον (Α)
1. υγρός, βρεγμένος, μουσκεμένος
2. κατεστραμμένος από την υγρασία, σαπισμένος, μουχλιασμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. βλ. λ. μυδώ].
Greek Monotonic
μυδᾰλέος: [ῠ] ], -α, -ον, υγρός, αυτός που στάζει, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ., Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
μῡδᾰλέος: влажный, мокрый, облитый (αἵματι Hom.; δάκρυσι Hes.; ἰξῷ Anth.).
Middle Liddell
μυδᾰλέος, η, ον
wet, dripping, Il., Hes., Soph.