ἐναλήθης: Difference between revisions
ὥσπερ σελήνη γ' ἡλίῳ· τὴν μὲν χρόαν ἰδεῖν ὁμοιόν ἔστι θάλπει δ' οὐδαμῶς → like the moon to the sun: its color is similar to the eye, but it does not give off any heat
(4) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἐνᾰλήθης:''' -ες, αυτός που βρίσκεται σε [[συμφωνία]] με την [[αλήθεια]]· επίρρ., <i>-θως</i>, [[πιθανώς]], σε Λουκ. | |lsmtext='''ἐνᾰλήθης:''' -ες, αυτός που βρίσκεται σε [[συμφωνία]] με την [[αλήθεια]]· επίρρ., <i>-θως</i>, [[πιθανώς]], σε Λουκ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐν-ᾰλήθης, ες <i>adj</i><br />in [[accordance]] with [[truth]]: adv. -θως, [[probably]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 13:30, 9 January 2019
English (LSJ)
ες,
A accordant with truth, Longin.15.8. Adv. -θως probably, Luc.VH1.2.
German (Pape)
[Seite 826] ες, in Wahrheit, wahr, Longin. 15, 8. – Adv. ἐναλήθως, wahrscheinlich, Luc. V. H. 1, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ἐνᾰλήθης: -ες, σύμφωνος πρὸς τὴν ἀλήθειαν, τὸ ἔμπρακτον καὶ ἐνάληθες Λογγῖνος π. Ὕψ. 15. 8. - Ἐπίρρ. -θως, πιθανῶς, Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 2.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
vraisemblable, vrai.
Étymologie: ἐν, ἀληθής.
Spanish (DGE)
-ες
1 verosímil λόγος D.H.Imit.5.1
•subst. τὸ ἐνάληθες verosimilitud Longin.15.8.
2 adv. -ως verosímilmente Luc.VH 1.2
•en verdad Sch.Clem.Al.Paed.91.23.
Greek Monolingual
-άληθες (AM ἐναλήθης, -άληθες)
Ι. αληθοφανής, πιθανός.
Greek Monotonic
ἐνᾰλήθης: -ες, αυτός που βρίσκεται σε συμφωνία με την αλήθεια· επίρρ., -θως, πιθανώς, σε Λουκ.
Middle Liddell
ἐν-ᾰλήθης, ες adj
in accordance with truth: adv. -θως, probably, Luc.