προεξαγκωνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἤθους δικαίου φαῦλος οὐ ψαύει λόγος → Vox prava non pertingit ad mores bonos → Verkommne Rede rührt nicht an gerechte Art

Menander, Monostichoi, 214
(nl)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=προ-εξαγκωνίζω een warming-up doen (van een bokser); overdr.. οὐδέν... προεξαγκωνίσας zonder enige voorbereiding Aristot. Rh. 1416a2.
|elnltext=προ-εξαγκωνίζω een warming-up doen (van een bokser); overdr.. οὐδέν... προεξαγκωνίσας zonder enige voorbereiding Aristot. Rh. 1416a2.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />of pugilists, to [[move]] the [[arms]] [[before]] [[beginning]] to [[fight]]: also of a [[speaker]], Arist.
}}
}}

Revision as of 13:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προεξαγκωνίζω Medium diacritics: προεξαγκωνίζω Low diacritics: προεξαγκωνίζω Capitals: ΠΡΟΕΞΑΓΚΩΝΙΖΩ
Transliteration A: proexankōnízō Transliteration B: proexankōnizō Transliteration C: proeksagkonizo Beta Code: proecagkwni/zw

English (LSJ)

as a pugilistic term,

   A spar before beginning to fight: hence metaph., of a speaker, οὐδὲν προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεται Arist.Rh.1416a2.

Greek (Liddell-Scott)

προεξαγκωνίζω: ὡς ὅρος πυκτευτικός, κινῶ τὰς χεῖρας πρὶν ἢ ἀρχίσω νὰ πυγμαχῶ· μεταφορ., ἐπὶ ῥήτορος, οὐδὲν προεξαγκωνίσας οὐδὲ προανακινήσας εὐθὺς ἄρχεσθαι Ἀριστ. Ρητ. 3. 14, 11· ἴδε Spanh. εἰς Καλλ. εἰς Δῆλ. 322.

French (Bailly abrégé)

préluder à la lutte en s’escrimant des bras.
Étymologie: πρό, ἐξαγκωνίζω.

Greek Monolingual

Α
(στην πυγμαχία) κινώ προς τα πίσω τους αγκώνες και ετοιμάζομαι να χτυπήσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + ἐξαγκωνίζω «σπρώχνω κάποιον με τον αγκώνα»].

Greek Monotonic

προεξαγκωνίζω: μέλ. -σω, λέγεται για τους πυγμάχους, κινώ τα χέρια πριν ξεκινήσω να μάχομαι· επίσης λέγεται για ομιλητή, σε Αριστ.

Russian (Dvoretsky)

προεξαγκωνίζω: (о кулачных бойцах) делать подготовительные движения руками, перен. (об ораторах) подготовляться: οὐδὲν προεξαγκωνίσας εὐθὺς ἄρχεται Arst. он без обиняков прямо начинает.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-εξαγκωνίζω een warming-up doen (van een bokser); overdr.. οὐδέν... προεξαγκωνίσας zonder enige voorbereiding Aristot. Rh. 1416a2.

Middle Liddell

fut. σω
of pugilists, to move the arms before beginning to fight: also of a speaker, Arist.