ἐπιδύω: Difference between revisions
Μακάριος, ὅστις οὐσίαν καὶ νοῦν ἔχει → Felix, qui mentem cum divitiis possidet → Glückselig, wer Vermögen und Vernunft besitzt
(2) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐπιδύω:''' (inf. aor. ἐπιδῦναι) (о солнце) заходить (μὴ πρὶν ἐπ᾽ ἠέλιον [[δῦναι]] … Hom.; ὁ [[ἥλιος]] μὴ ἐπιδύει ἐπί τινι NT). | |elrutext='''ἐπιδύω:''' (inf. aor. ἐπιδῦναι) (о солнце) заходить (μὴ πρὶν ἐπ᾽ ἠέλιον [[δῦναι]] … Hom.; ὁ [[ἥλιος]] μὴ ἐπιδύει ἐπί τινι NT). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=aor2 [[ἐπέδυν]]<br />to set [[upon]] an [[action]], so as to [[interrupt]] it, Il., NTest. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:00, 9 January 2019
English (LSJ)
( ἐπιδρομ-δύνω [ῡ] Man.6.642), aor. 2 ἐπέδυν,
A set upon or so as to interrupt an action, μὴ πρὶν ἐπ' ἠέλιον δῦναι Il.2.413; ὁ ἥλιος μὴ ἐ. ἐπὶ τῷ παροργισμῷ ὑμῶν Ep.Eph.4.26, cf. LXXDe.24.15, Ph.2.324.
German (Pape)
[Seite 940] (s. δύω), intr. tempp., darüber untergehen, πρὶν ἐπ' ἠέλιον δῦναι Il. 2, 413; ἐπί τινι, über Etwas, ἥλιος μὴ ἐπιδυέτω ἐπὶ τῇ ὀργῇ Ephes. 4, 26; Maneth. so auch praes. ἐπιδύνω.
French (Bailly abrégé)
se coucher sur en parl. du soleil.
Étymologie: ἐπί, δύω.
English (Strong)
from ἐπί and δύνω; to set fully (as the sun): go down.
English (Thayer)
to go down, set (of the sun): ἐπί, B. 2e. (Philo de spec. legg. 28); and with tmesis, Homer, Iliad 2,413.)
Greek Monolingual
ἐπιδύω και ἐπιδύνω (Α)
(για τον ήλιο) κρύβομαι, βασιλεύω (α. «μὴ πρὶν ἐπ’ ἡέλιον δῡναι καὶ ἐπὶ κνέφας ἐλθεῑν» — προτού βασιλέψει ο ήλιος κι έρθει το σκοτάδι, Ομ. Ιλ.
β. «ὁ ἥλιος μή ἐπιδυέτω ἐπί τῷ παροργισμῷ ὑμῶν» — ας μη βασιλέψει ο ήλιος πριν σάς περάσει η οργή, ΚΔ).
Greek Monotonic
ἐπιδύω: αόρ. βʹ ἐπέδυν, εκτελώ κάτι με τέτοιο τρόπο ώστε να διακοπεί, σε Ομήρ. Ιλ., Κ.Δ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπιδύω: (inf. aor. ἐπιδῦναι) (о солнце) заходить (μὴ πρὶν ἐπ᾽ ἠέλιον δῦναι … Hom.; ὁ ἥλιος μὴ ἐπιδύει ἐπί τινι NT).
Middle Liddell
aor2 ἐπέδυν
to set upon an action, so as to interrupt it, Il., NTest.