θοίναμα: Difference between revisions
From LSJ
οἱ Κυρηναϊκοὶ δόξαις ἐχρῶντο τοιαύταις: δύο πάθη ὑφίσταντο, πόνον καὶ ἡδονήν, τὴν μὲν λείαν κίνησιν, τὴν ἡδονήν, τὸν δὲ πόνον τραχεῖαν κίνησιν → the Cyrenaics admitted two sensations, pain and pleasure, the one consisting in a smooth motion, pleasure, the other a rough motion, pain
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θοίνᾱμα:''' ατος τό пир, пиршество, угощение Eur. | |elrutext='''θοίνᾱμα:''' ατος τό пир, пиршество, угощение Eur. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=θοίνᾱμα, ατος, τό, [[θοινάω]]<br />a [[meal]], [[feast]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ατος, τό,
A meal, feast, E.Or.814, Ion1495 (both lyr.), Posidon.12 J.
German (Pape)
[Seite 1213] τό, der Schmaus, das Gastmahl; Eur. Or. 812; οἰωνῶν γαμφηλαῖς θοίν. Ion 1496. S. θοίνημα.
Greek (Liddell-Scott)
θοίναμα: τό, φαγητόν, συμπόσιον, Εὐρ. ἐν Ὀρ. 814, ἐν Ἴωνι 1495· θοίνημα.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
festin.
Étymologie: θοινάω.
Greek Monolingual
θοίναμα, τὸ (Α) θοινώ
φαγητό, συμπόσιο («οἰκτρότατα θοινάματα», Ευρ.).
Greek Monotonic
θοίνᾱμα: -ατος, τό (θοινάω), γεύμα, συμπόσιο, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
θοίνᾱμα: ατος τό пир, пиршество, угощение Eur.