διαφωτίζω: Difference between revisions
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
(1b) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''διαφωτίζω:''' (fut. διαφωτίσω - атт. διαφωτιῶ)<br /><b class="num">1)</b> досл. освещать, озарять, перен. разоблачать (ἀποκαλύψαι καὶ διαφωτίσαι τι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> просвещать (τὴν ψυχήν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> расчищать, освобождать: βίᾳ διαφωτίσαι τὸν τόπον Plut. силой проложить себе дорогу. | |elrutext='''διαφωτίζω:''' (fut. διαφωτίσω - атт. διαφωτιῶ)<br /><b class="num">1)</b> досл. освещать, озарять, перен. разоблачать (ἀποκαλύψαι καὶ διαφωτίσαι τι Luc.);<br /><b class="num">2)</b> просвещать (τὴν ψυχήν Plut.);<br /><b class="num">3)</b> расчищать, освобождать: βίᾳ διαφωτίσαι τὸν τόπον Plut. силой проложить себе дорогу. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] ῐῶ<br />to [[clear]] [[completely]], Plut. | |||
}} | }} |
Revision as of 15:30, 9 January 2019
English (LSJ)
A enlighten, τὴν ψυχήν Plu.2.76b; βίᾳ διαφωτίσαι τόπον clear a place by force, Id.Cat.Ma.20; throw light upon, νυκτερινὰς διατριβάς Luc.Icar.21: abs., dawn, LXXNe.8.3.
German (Pape)
[Seite 613] erleuchten, Luc. Icarom. 21; übertr., ψυχήν, aufklären, Plut. prof. virt. sent. p. 243; auch βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, d. i. mit Gewalt Platz nehmen, Plut. Cat. mai. 20.
Greek (Liddell-Scott)
διαφωτίζω: μέλλ. Ἀττ. -ῐῶ, φωτίζω, φῶς χορηγῶ, Πλούτ. 2. 76Β· βίᾳ διαφωτίσαι τόπον, διὰ τῆς βίας νὰ καθαρίσῃ τις τόπον τινά, Γαλλ. éclaircir, ὁ αὐτ. Κάτωνι Πρεσβ. 20.
French (Bailly abrégé)
f. διαφωτίσω, att. διαφωτιῶ;
1 éclairer, illuminer;
2 éclaircir : βίᾳ διαφωτίσας τόπον PLUT ayant déblayé (litt. éclairci) la place par la force, s’étant fait jour à travers.
Étymologie: διά, φωτίζω.
Spanish (DGE)
1 intr. brillar ἀπὸ τῆς ὥρας τοῦ διαφωτίσαι τὸν ἥλιον desde la salida del sol LXX 2Es.18.3.
2 tr. iluminar fig. τοῦ λόγου διαφωτίζοντος ... τὴν ψυχήν Plu.2.76b
•arrojar luz sobre, descubrir, aclarar τὰς νυκτερινὰς ... διατριβάς Luc.Icar.21, τὸ κεκαλυμμένον ἐν τῇ ψυχῇ κάλλος Gr.Nyss.Virg.300.15, τὸ σκοτεινὸν τοῦ λόγου Alex.Aphr.in SE 21.28
•aclarar, despejar πολλῷ δ' ἀγῶνι καὶ βίᾳ μεγάλῃ διαφωτίσας τὸν τόπον Plu.Cat.Ma.20.
Greek Monolingual
(ΑΝ)
1. φωτίζω εντελώς
2. πληροφορώ με σαφήνεια, διευκρινίζω
νεοελλ.
απαλλάσσω από την πλάνη τών προλήψεων
αρχ.
1. (για τον ήλιο) φωτίζω ανατέλλοντας
2. αποκαθαίρω («πολλῷ δ' ἀγώνι και βίᾳ διαφωτίσας τὸν τόπον», Πλούτ.).
Greek Monotonic
διαφωτίζω: μέλ. Αττ. -ῐῶ, ξεκαθαρίζω, διασαφηνίζω ολότελα, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
διαφωτίζω: (fut. διαφωτίσω - атт. διαφωτιῶ)
1) досл. освещать, озарять, перен. разоблачать (ἀποκαλύψαι καὶ διαφωτίσαι τι Luc.);
2) просвещать (τὴν ψυχήν Plut.);
3) расчищать, освобождать: βίᾳ διαφωτίσαι τὸν τόπον Plut. силой проложить себе дорогу.
Middle Liddell
fut. attic ῐῶ
to clear completely, Plut.