ἀμφικρύπτω: Difference between revisions

From LSJ

Θάλασσα καὶ πῦρ καὶ γυνὴ τρίτον κακόν → Tria magna mala sunt: aequor, ignis, femina → Das dritte Übel ist nach Meer und Brand die Frau

Menander, Monostichoi, 231
(2)
(1a)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἀμφικρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καλύπτω]] ή [[κρύβω]] σε [[κάθε]] [[πλευρά]], τοῖον [[νέφος]] [[ἀμφί]] σε κρύπτει, σε Ευρ.
|lsmtext='''ἀμφικρύπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[καλύπτω]] ή [[κρύβω]] σε [[κάθε]] [[πλευρά]], τοῖον [[νέφος]] [[ἀμφί]] σε κρύπτει, σε Ευρ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />to [[cover]] or [[hide]] on [[every]] [[side]], τοῖον [[νέφος]] [[ἀμφί]] σε κρύπτει Eur.
}}
}}

Revision as of 15:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμφικρύπτω Medium diacritics: ἀμφικρύπτω Low diacritics: αμφικρύπτω Capitals: ΑΜΦΙΚΡΥΠΤΩ
Transliteration A: amphikrýptō Transliteration B: amphikryptō Transliteration C: amfikrypto Beta Code: a)mfikru/ptw

English (LSJ)

   A cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμφικρύπτω: περικαλύπτωκρύπτω πανταχόθεν, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Εὐρ. Ἑκ. 907.

French (Bailly abrégé)

couvrir.
Étymologie: ἀμφί, κρύπτω.

Spanish (DGE)

ocultar, cubrir totalmente τοῖον ... νέφος ἀμφί σε κρύπτει E.Hec.907.

Greek Monolingual

ἀμφικρύπτω (Α) κρύπτω
σκεπάζω ή κρύβω κάτι από όλες τις πλευρές, περικαλύπτω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι- + κρύπτω.

Greek Monotonic

ἀμφικρύπτω: μέλ. -ψω, καλύπτω ή κρύβω σε κάθε πλευρά, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει, σε Ευρ.

Middle Liddell


to cover or hide on every side, τοῖον νέφος ἀμφί σε κρύπτει Eur.