ἀντιβολία: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
(1) |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἀντιβολία:''' ἡ Thuc. = [[ἀντιβόλησις]]. | |elrutext='''ἀντιβολία:''' ἡ Thuc. = [[ἀντιβόλησις]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[ἀντιβολέω]]<br />[[entreaty]], [[prayer]], Thuc. | |||
}} | }} |
Revision as of 16:11, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,
A an entreaty, prayer, Eup.317, Th.7.75.
German (Pape)
[Seite 250] ἡ, dasselbe, Eupol. Eust. 1406, 27; Thuc. 7, 75 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιβολία: ἡ, δέησις, ἱκεσία, Εὔπολ. ἐν Ἀδήλ. 16, Θουκ. 7. 75.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
prière, supplication.
Étymologie: ἀντιβολέω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
súplica πρὸς γὰρ ἀντιβολίαν ... τραπόμενοι Th.7.75, cf. D.C.59.19.5
•petición, regateo κατ' ἀντιβολίαν δέκα τάλαντ' ἀπετεισάμην Eup.317.
Greek Monolingual
ἀντιβολία, η (Α) αντιβολώ. δέηση, ικεσία.
Greek Monotonic
ἀντιβολία: ἡ (ἀντιβολέω), ικεσία, προσευχή, παράκληση, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιβολία: ἡ Thuc. = ἀντιβόλησις.