ἀπόερσε: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
(1)
(1a)
Line 36: Line 36:
{{etym
{{etym
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">swept away</b> (Il.)<br />Other forms: Only this form occurs.<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [00] <b class="b2">*uer-</b> [[tear]]?<br />Etymology: <b class="b2">s-</b>aor. from a root <b class="b2">*uer-</b> (or <b class="b2">*uers-</b>, s. Gil Emerita 32, 1964, 181). This root has also been supposed in <b class="b3">ἀπούρας</b>, which has a root <b class="b2">*ur-eh₂-</b>. (It is wrong to see it as a form of <b class="b3">ἀπούρας</b>, <b class="b3">ἀηύρων</b>.)
|etymtx=Grammatical information: v.<br />Meaning: <b class="b2">swept away</b> (Il.)<br />Other forms: Only this form occurs.<br />Origin: IE [Indo-European]X [probably] [00] <b class="b2">*uer-</b> [[tear]]?<br />Etymology: <b class="b2">s-</b>aor. from a root <b class="b2">*uer-</b> (or <b class="b2">*uers-</b>, s. Gil Emerita 32, 1964, 181). This root has also been supposed in <b class="b3">ἀπούρας</b>, which has a root <b class="b2">*ur-eh₂-</b>. (It is wrong to see it as a form of <b class="b3">ἀπούρας</b>, <b class="b3">ἀηύρων</b>.)
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[deriv. uncertain].]<br />old epic aor1 only [[found]] in 3 pers. [[ἀπόερσε]], swept [[away]], subj. ἀποέρσηι, opt. ἀποέρσειε, all in Il.
}}
}}

Revision as of 16:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόερσε Medium diacritics: ἀπόερσε Low diacritics: απόερσε Capitals: ΑΠΟΕΡΣΕ
Transliteration A: apóerse Transliteration B: apoerse Transliteration C: apoerse Beta Code: a)po/erse

English (LSJ)

Ep. aor. almost always in 3 pers. (imper.

   A ἀπόερσον Nic. Th.110):—swept away, ἔνθα με κῦμ' ἀπόερσε Il.6.348; ὅν ῥά τ' ἔναυλος ἀποέρσῃ 21.283; μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός ib.329; cf. ἀπούρας.

German (Pape)

[Seite 302] Il. 6, 348; conj. ἀποέρσῃ, 21, 283; opt. ἀποέρσειε, 21, 329; vom Wasser, fortreißen, fortschwemmen; vgl. Buttmann Lexilog. 2, 169 f (ἄρδω, ἔῤῥω, ῥέω).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόερσε: παλαιὸς Ἐπ. ἀόρ. ἁπαντῶν μόνον κατὰ τὸ γ΄ πρόσ., ἔνθα με κῦμ’ ἀπόερσε πάρος τάδε ἔργα γενέσθαι, παρέσυρεν, «ἀπέπνιξεν ἂν πρὶν ἢ τὰ ἔργα ταῦτα γενέσθαι» (μετάφρ. Γαζῆ), Ἰλ. Ζ. 348· ὅν ῥά τ’ ἔναυλος ἀπõέρσῃ, παρασύρῃ χείμαρρος, Φ. 283· μή μιν ἀπõέρσειε μέγας ποταμὸς αὐτόθι 329. (Ἡ ποσότης τῆς β΄ συλλαβῆς ἐν τοῖς τελευταίοις δυσὶ χωρίοις φαίνεται ὑποδεικνύουσα ὅτι ἦτο ἀπόϝερσε, ὅπερ ἄγει τὸν Κούρτιον εἰς τὴν ὑπόθεσιν ὅτι ὑπάρχει σχέσις πρὸς τὸ ἀπαυράω, ὅ ἐ. ἀπαϝράω· ἴσως δὲ καὶ πρὸς τὸ Λατ. verro).

French (Bailly abrégé)

3ᵉ sg. ao;
d’où sbj. 3ᵉ sg.
ἀποέρσῃ, opt. 3ᵉ sg. ἀποέρσειε;
enlever, entraîner.
Étymologie: DELG v. ἀπούρας.

English (Autenrieth)

(ἀπόϝ.), defective aor., subj. ἀποέρσῃ, opt. ἀποέρσειε: sweep away, wash away; μή μιν ἀποϝϝέρσειε μέγας ποταμός, Il. 21.329, 2, Il. 6.348.

Spanish (DGE)

• Morfología: [aor. ép., imperat. ἀπόερσον Nic.Th.110]
arrastrar, barrer, ἔνθα με κῦμ' ἀπόερσε Il.6.348, ὃν ῥά τ' ἔναυλος ἀποέρσῃ Il.21.283, μή μιν ἀποέρσειε μέγας ποταμός Il.21.329, ἀπόερσον ἀκάνθας Nic.l.c.

• Etimología: Cf. ἀπηύρων.

Greek Monolingual

ἀπόερσε (επικ. αόρ. μόνον στο γ' εν. πρόσ.) (Α)
παρασύρω, τραβώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < από - (F)ερσε. Στη ρίζα Fερ- αντιστοιχεί η ΙΕ. ρίζα wer - «ανασύρω, αρπάζω, παίρνω», η οποία όμως δεν συμβάλλει πολύ στην κατανόηση του ελληνικού τύπου. Πρόκειται για επικό σιγματικό αόριστο, που ανήκει στους αρχαίους αορίστους, οι οποίοι φαίνεται πως είχαν πλέον πάψει να γίνονται αισθητοί ως αόριστοι από τους αοιδούς].

Greek Monotonic

ἀπόερσε: αρχ. αόρ. αʹ που απαντά μόνον στο γʹ πρόσ. ἀπόερσε, παρέσυρε, σάρωσε, κατέπνιξε· υποτ. ἀποέρσῃ, ευκτ. ἀποέρσειε· όλοι οι τύποι σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ἀπόερσε: aor. унес(ла), увлек(ла) (ἔνθα με κῦμ᾽ ἀπόερσε Hom.; μή μιν ἀποέρσειε ποταμός Hom.).

Frisk Etymological English

Grammatical information: v.
Meaning: swept away (Il.)
Other forms: Only this form occurs.
Origin: IE [Indo-European]X [probably] [00] *uer- tear?
Etymology: s-aor. from a root *uer- (or *uers-, s. Gil Emerita 32, 1964, 181). This root has also been supposed in ἀπούρας, which has a root *ur-eh₂-. (It is wrong to see it as a form of ἀπούρας, ἀηύρων.)

Middle Liddell

[deriv. uncertain].]
old epic aor1 only found in 3 pers. ἀπόερσε, swept away, subj. ἀποέρσηι, opt. ἀποέρσειε, all in Il.