ἡμιθανής: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
(2b)
(1ab)
Line 33: Line 33:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἡμῐθᾰνής:''' полумертвый NT, Anth.
|elrutext='''ἡμῐθᾰνής:''' полумертвый NT, Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἡμι-]]θᾰνής, ές [[θνήσκω]]<br />[[half]]-[[dead]], Anth.
}}
}}

Revision as of 19:25, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιθᾰνής Medium diacritics: ἡμιθανής Low diacritics: ημιθανής Capitals: ΗΜΙΘΑΝΗΣ
Transliteration A: hēmithanḗs Transliteration B: hēmithanēs Transliteration C: imithanis Beta Code: h(miqanh/s

English (LSJ)

ές,

   A half-dead, Str.2.3.4, LXX 4 Ma.4.11, Ev.Luc.10.30, AP11.392 (Lucill.), PAmh.2.141.13 (iv A.D.).

German (Pape)

[Seite 1168] ές, halb todt; Strab. II, 98; Lucill. 66 (XI, 392) u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιθᾰνής: -ές, κατὰ τὸ ἥμισυ νεκρός, «᾿μισοπεθαμμένος», Στράβ. 98, Ἀνθ. Π. 11. 392· πρβλ. ἡμιθνής.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
à demi-mort.
Étymologie: ἡμι-, θνῄσκω.

English (Strong)

from a presumed compound of the base of ἥμισυ and θνήσκω; half dead, i.e. entirely exhausted: half dead.

English (Thayer)

ἡμιθανες (from ἠμί half, and θνῄσκω, 2nd aorist ἔθανον), half dead: Dionysius Halicarnassus 10,7); Diodorus 12,62; Strabo 2, p. 98; Anthol. 11,392, 4; (4 Maccabees 4:11); others.)

Greek Monolingual

-ές (AM ἡμιθανής, -ές)
αυτός που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, σε κώμα, μισοπεθαμένος, σχεδόν νεκρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -θανής (< θνήσκω) πρβλ. αρτι-θανής].

Greek Monotonic

ἡμιθᾰνής: -ές (θνῄσκω), μισοπεθαμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐθᾰνής: полумертвый NT, Anth.

Middle Liddell

ἡμι-θᾰνής, ές θνήσκω
half-dead, Anth.