ἀταλαίπωρος: Difference between revisions

From LSJ

πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς → before the rooster crows three times (Matthew 26:75)

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἀταλαίπωρος:''' не заботящийся, беспечный, равнодушный (τινος Thuc.).
|elrutext='''ἀταλαίπωρος:''' не заботящийся, беспечный, равнодушный (τινος Thuc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />without pains or [[patience]], [[indifferent]], [[careless]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 20:05, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀτᾰλαίπωρος Medium diacritics: ἀταλαίπωρος Low diacritics: αταλαίπωρος Capitals: ΑΤΑΛΑΙΠΩΡΟΣ
Transliteration A: atalaípōros Transliteration B: atalaipōros Transliteration C: atalaiporos Beta Code: a)talai/pwros

English (LSJ)

ον,

   A not painstaking, οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20. Adv. -ρως, οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο Ar.Fr.254; οὐκ ἀ. τινὰς χειροῦσθαι D.C.49.35; ἀ. διάγειν Ph.1.18; ἀ. ἀκούειν Simp.in Cael.143.16.    II of persons, not given to hard work, Hp.Aër.1; lazy, ἀνθρωπάρια Arr.Epict.1.29.55.    2 incapable of bearing fatigue, Prob. in Hp.Aër.21. Adv. -ρως without incurring fatigue, Id.Acut.33.    III of stagnant water, sluggish, Ruf. ap. Orib.5.3.1:—also ἀτακτ-πώρητος, ον, Poll.4.28; easy, Sor.2.11. Adv. -τως Hsch. s.v. ἀνοίκτως, Sch.E.Hec.204.

German (Pape)

[Seite 383] ohne Anstrengung, mühelos, nachlässig, οὕτως ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας, sie kümmern sich so wenig darum, Thuc. 1, 20, was Arr. 6, 11, 8 nachahmt. – Adv. ἀταλαιπώρως, διέκειτο ἡ ποίησις Ar. B. A. 457, ῥᾳθύμως, ὀλιγώρως erkl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀταλαίπωρος: -ον, ὁ ἄνευ κόπου ἤ ὑπομονῆς, ἀδιάφορος,ἀμελής, οὕτως ἀτ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Θουκ. 1. 20· οὕτω καὶ ἐν τῷ ἐπιρρ., οὕτως αὐτοῖς ἀταλαιπώρως ἡ ποίησις διέκειτο Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 250. ΙΙ. ἀνίκανος νὰ ὑποφέρῃ κόπους καὶ ταλαιπωρίας, Ἱππ. π. Ἀέρ. 280: ― Ἐπίρρ. -ρως Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 389. Ὡσαύτως -πώρητος, ον Πολυδ. Δ΄, 28: ― Ἐπίρρ. -πωρήτως Σχόλ. εἰς Εὐρ. Ἑκ. 204.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui ne cause aucun souci, indifférent : τινι à qqn.
Étymologie: ἀ, ταλαίπωρος.

Spanish (DGE)

(ἀτᾰλαίπωρος) -ον
I 1de abstr. no esforzado, negligente οὕτως ἀ. τοῖς πολλοῖς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας Th.1.20, cf. Ph.1.1, ἀ. τῆς ἀληθείας ἀκοή Ael.Fr.136
de pers. que rehuye las fatigas, incapaz de esforzarse, indolente ἄνθρωποι Hp.Aër.1, cf. 21, Arr.Epict.1.29.55, 2.20.20, ὅσοι ... τρόπον ἀταλαίπωρον ζῶσι Hp.Prorrh.2.8
fig. de aguas estancadas inactivo, que no corre Ruf. en Orib.5.3.1.
II que no puede soportar el sufrimiento, desgraciado, de pers. mísero ἀταλαίπωροι μὲν οὖν ἑκάτεροι καὶ ἐλεεῖσθαι δίκαιοι ... ἀταλαίπωροι δὲ καὶ ἡμεῖς Gal.8.955.
III adv. -ως
1 negligentemente οὕτως αὐτοῖς ἀ. ἡ ποίησις διέκειτο Ar.Fr.265, οὕτως ἀ. ἔχουσι πρὸς τὴν ἀληθείας ζήτησιν Gal.1.97, τοῖς ἀ. ἀκούουσιν Simp.in Cael.143.16.
2 sin esfuerzo, con facilidad, sin fatigarse ἀρριγέως καὶ ἀθαλπέως καὶ ἀ. Hp.Acut.33, ἀ. κρατοῦσι τῆς πόλεως Memn.28.8, ἵνα ῥᾳδίως καὶ ἀ. τὸ δίκαιον ἡμῖν ἀποτέκωσιν Plu.2.964c, ἀπόνως καὶ ἀ. ... διάξουσιν Ph.1.18, οὐκ ἀ. ἐχειρώσατο D.C.49.35.1, τὰ πράγματα οὐκ ἀ. ἐχώρησεν εἰς τὸ βέλτιον D.C.Epit.9.7.5.

Greek Monolingual

ἀταλαίπωρος, -ον (Α)
1. αυτός που γίνεται χωρίς να καταβληθεί πολύς κόποςοὕτως ἀταλαίπωρος τοῑς πολλοῑς ἡ ζήτησις τῆς ἀληθείας», Θουκ.)
2. ο ανίκανος να υποφέρει ταλαιπωρίες και κόπους.

Greek Monotonic

ἀταλαίπωρος: -ον, αυτός που δεν έχει υπομονή, αυτός που δεν υποβάλλεται σε ταλαιπωρίες, αδιάφορος, απερίσκεπτος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀταλαίπωρος: не заботящийся, беспечный, равнодушный (τινος Thuc.).

Middle Liddell


without pains or patience, indifferent, careless, Thuc.