αὐτοπρόσωπος: Difference between revisions
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
m (Text replacement - "''' <b class="num">1)" to "'''<br /><b class="num">1)") |
(1a) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''αὐτοπρόσωπος:'''<br /><b class="num">1)</b> с собственным лицом, т. е. без маски (αὐ. [[φανείς]] Luc.): αὐτοπρόσωπον ὁρᾶν τι Luc. видеть что-л. в натуральном виде;<br /><b class="num">2)</b> от себя лично (αὐτοπρόσωπον καὶ δι᾽ [[αὐτοῦ]] λέγειν Luc.). | |elrutext='''αὐτοπρόσωπος:'''<br /><b class="num">1)</b> с собственным лицом, т. е. без маски (αὐ. [[φανείς]] Luc.): αὐτοπρόσωπον ὁρᾶν τι Luc. видеть что-л. в натуральном виде;<br /><b class="num">2)</b> от себя лично (αὐτοπρόσωπον καὶ δι᾽ [[αὐτοῦ]] λέγειν Luc.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[πρόσωπον]]<br />in one's own [[person]], without a [[mask]], Luc. | |||
}} | }} |
Revision as of 20:10, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A in one's own person, without a mask, of an actor, Ath.10.452f, cf. Jul.Mis.367b; αὐ. φανῆναι Luc.Pr.Im.3; αὐ. ὁρᾶν τὸ κάλλος Id.Tim.27; λέγειν Id.JTr.29; speaking in one's own person, Sch.Il.Oxy.1086.64, al.; συγγράμματα αὐ. in which the author speaks in his own person, Ammon. in Cat.4.16; cf. αὐτοδιήγητος. Adv. -πως, θεσπίσαι Ph.2.208; εἰσάγειν τοὺς κωμῳδουμένους Hermog.Stat. II (v.l. -πους) ; ὑποκρινόμενος Him.Ecl.2.21; ἀντεπιστεῖλαι CPR20 ii 5 (iii A. D.).
German (Pape)
[Seite 400] (πρόσωπον), in eigener Person, ohne Maske, ὑποκρίτης Ath. X, 452 f; κάλλος Luc. Tim. 27; λέγειν, in eigener Person sprechen, lup. trag. 29; Ggstz δι' ἐπιστολῆς Synes.; τὰ αὐτοπρόσωπα, sc. συγγράμματα, den διαλογικά u. ἐξωτερικά entgegengesetzt, wo der Verfasser in eigener Person lehrend auftritt, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
αὐτοπρόσωπος: -ον, ὁ ἄνευ προσωπείου, ἐπὶ ἠθοποιοῦ, Ἀθήν. 452F· αὐτ. φανῆναι Λουκ. ὑπερ. τ. εἰκ. 3· αὐτ. ὁρᾶν τὸ κάλλος ὁ αὐτ. Τίμ. 27: καὶ τὸν μὲν Δᾶμιν αὐτοπρόσωπον καὶ δι’ αὐτοῦ λέγειν, αὐτοπροσώπως, οὐχὶ δι’ ἄλλου, ὁ αὐτ. Ζεὺς τραγ. 29· τὸ αὐτοπρόσωπον (ἐνν. σύγγραμμα), σύγγραμμα ἐν ᾡ αὐτὸς ὁ συγγραφεὺς ὁμιλεῖ κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὰ διαλογικὰ συγγράμματα· πρβλ. αὐτοδιήγητος. - Ἐπίρρ., αὐτοπροσώπως λέγειν Κλήμ. Ἀλ. 543.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se montre ou parle en face, càd sans masque en parl. d’un acteur.
Étymologie: αὐτός, πρόσωπον.
Spanish (DGE)
-ον
I 1que no lleva máscara, que actúa a rostro descubierto de un actor, Ath.452f
•de los personajes ridiculizados en la comedia con su propio rostro αὐτοπροσώπους εἰσάγων τις τοὺς κωμῳδουμένους si alguien presenta a los ridiculizados con sus rasgos personales Hermog.Stat.65, αὐ. φανείς mostrándose al descubierto Luc.Pr.Im.3, cf. Sch.Er.Il.2.802 (p.171), αὐ. ὁρῶν τὸ κάλλος contemplando la belleza sin máscara Luc.Tim.27, fig. αὐ. πόλεμος guerra abierta Memn.26.3.
2 que habla o escribe en su propio nombre λέγειν Luc.ITr.29, κατεδεηθεὶς ... αὐ. pidiendo en nombre propio, e.e. personalmente Synes.Ep.144
•hecho en nombre propio o en persona συγγράματα escritos en que el autor habla en nombre propio Ammon.in Cat.4.16, ἔντευξις Eust.Op.321.69, κρίσις Tz.Ep.46.
II adv. -ως en persona, en nombre propio αὐ. θεσπίσαι Ph.2.208, ὁ τὰς παραινέσεις αὐ. δεχόμενος el que recibe las exhortaciones a título personal Ph.2.186, τὸν καρπὸν αὑτῶν ... ἔδωκε αὐ. Anon. en Rh.1.634, αὐ. ἐπαίνους ᾄδειν ἐμαυτοῦ Iul.Mis.367b, τὸ αὐ. αὐτῶν (τῶν ἀναγιγνωσκόντων) ἐπαφήσασθαι Synes.Ep.139, cf. 142, αὐ. ἐνηχήθην Epiph.Const.Haer.26.17, ἀντεπιστεῖλαι αὐ. Stud.Pal.20.54.12 (III a.C.), οὐκέτι ἐξ ὁμοιώσεως ἀλλ' αὐ. περὶ τοῦ διαβόλου νοεῖται τὰ εἰρημένα Olymp.Iob 41.26, cf. Ph.2.183, Eus.E.Th.3.1, Gr.Nyss.Eun.1.296, Ath.Al.Syn.26.6, Cyr.H.Catech.15.14.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM αὐτοπρόσωπος, -ον)
αυτός που γίνεται με την παρουσία των ίδιων των προσώπων, όχι μέσω άλλου
αρχ.
(για ηθοποιούς) αυτός που εμφανίζεται στη σκηνή χωρίς προσωπείο.
Greek Monotonic
αὐτοπρόσωπος: ον (πρόσωπον), ο ίδιος, χωρίς προσωπείο, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
αὐτοπρόσωπος:
1) с собственным лицом, т. е. без маски (αὐ. φανείς Luc.): αὐτοπρόσωπον ὁρᾶν τι Luc. видеть что-л. в натуральном виде;
2) от себя лично (αὐτοπρόσωπον καὶ δι᾽ αὐτοῦ λέγειν Luc.).