διακομιδή: Difference between revisions

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source
(1b)
(1a)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''διακομῐδή:''' ἡ переправа, перевозка, доставка (τῶν [[ἀνδρῶν]] ἐς τὴν νῆσον Thuc.).
|elrutext='''διακομῐδή:''' ἡ переправа, перевозка, доставка (τῶν [[ἀνδρῶν]] ἐς τὴν νῆσον Thuc.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=διακομῐδή, ἡ,<br />a [[carrying]] [[over]], τινὸς εἰς τόπον Thuc.
}}
}}

Revision as of 20:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διακομῐδή Medium diacritics: διακομιδή Low diacritics: διακομιδή Capitals: ΔΙΑΚΟΜΙΔΗ
Transliteration A: diakomidḗ Transliteration B: diakomidē Transliteration C: diakomidi Beta Code: diakomidh/

English (LSJ)

Dor. διακομ-ῐδά, ἡ,

   A carrying over, τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον Th.3.76.    II (from Pass.) passage, voyage, ἐκ Κρήτας εἰς Ῥόδον SIG581.23 (Crete, ii B.C.).

German (Pape)

[Seite 582] ἡ, das Hinüberfahren, Uebersetzen, ἡ τῶν ἀνδρῶν εἰς τὴν νῆσον Thuc. 3, 76.

Greek (Liddell-Scott)

διακομῐδή: ἡ, ἡ μετακόμισις, μεταβίβασις, τινὸς εἰς τόπον Θουκ. 3. 76.

French (Bailly abrégé)

ῆς (ἡ) :
transport.
Étymologie: διακομίζω.

Spanish (DGE)

-ῆς, ἡ

• Alolema(s): dór. -ά ICr.3.3A.23 (Hierapitna II a.C.)
transporte c. gen. obj., gener. ref. superficies acuáticas τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον Th.3.76, εἰς Ῥώμην τοῦ σίτου SEG 34.558.39 (Larisa II a.C.), cf. Plb.4.10.4, τῶν θηρίων Plb.3.45.6, τῶν ξύλων dud. en PLille 25.3 (III a.C.)
envío τῶν στρατιωτικῶν ἀννώνων SB 9597.3 (IV d.C.), de una carta, Synes.Ep.19, Basil.Ep.198.1
traslado sólo c. giro prep., por mar ἐκ Κρήτας εἰς Ῥόδον ICr.l.c., por tierra εἰς Αἴγυπτον Eus.DE 9.3 (p.409).

Greek Monolingual

η (Α διακομιδή) διακομίζω
μεταφορά, διακόμιση, μετακόμιση
νεοελλ.
φρ. «διακομιδή τραυματιών» — η μεταφορά τραυματιών από την πρώτη γραμμή στα μετόπισθεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διακομιδή -ῆς, ἡ [διακομίζω] transport.

Russian (Dvoretsky)

διακομῐδή: ἡ переправа, перевозка, доставка (τῶν ἀνδρῶν ἐς τὴν νῆσον Thuc.).

Middle Liddell

διακομῐδή, ἡ,
a carrying over, τινὸς εἰς τόπον Thuc.