εἰσέρπω: Difference between revisions

From LSJ

ἡ ὑπόστασίς μου ὡσεὶ οὐθὲν ἐνώπιόν σου → mine age is as nothing before thee

Source
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''εἰσέρπω:''' αόρ. αʹ <i>εἰσείρπῠσα</i>, έρπω μέσα, [[εισέρχομαι]] με την [[κοιλιά]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''εἰσέρπω:''' αόρ. αʹ <i>εἰσείρπῠσα</i>, έρπω μέσα, [[εισέρχομαι]] με την [[κοιλιά]], σε Πλούτ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 εἰσείρπῠσα<br />to go [[into]], Plut.
}}
}}

Revision as of 21:34, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εἰσέρπω Medium diacritics: εἰσέρπω Low diacritics: εισέρπω Capitals: ΕΙΣΕΡΠΩ
Transliteration A: eisérpō Transliteration B: eiserpō Transliteration C: eiserpo Beta Code: ei)se/rpw

English (LSJ)

aor. εἰσείρπῠσα,

   A to go into, ἐσέρπει ἐς ἄνθρωπον ψυχή Hp. Vict.1.7, cf. Plu.Cleom.8; ἐς τὸ ἱερὸν μὴ ἐσέρπεν (Dor. inf.) IG12(3).183(Astypalaea, iv/iii B.C.); διὰ τοῦ στομίου Luc.DMort.3.2: c. dat., φθόνος βραχέσιν εἰσερπύσας χωρίοις Ph.2.553.

Greek (Liddell-Scott)

εἰσέρπω: ἀόρ. εἰσείρπῠσα, ἕρπω ἐντός, Ἱππ. 343, κτλ., Πλουτ. Κλεομ. 8.

French (Bailly abrégé)

aller dans.
Étymologie: εἰς, ἕρπω.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): ἐσ- Hp.Vict.1.6, 7, Ael.NA 5.52

• Morfología: [dór. pres. inf. ἐσέρπεν IG 12(3).183 (Astipalea IV/III a.C.)]
introducirse, deslizarse hacia dentro c. εἰς y ac. ἐς ἄνθρωπον ψυχή Hp.Vict.1.7, cf. 25, ταῦτα δὲ καθαρὰ ἐσέρπειν ἐς τὸ σῶμα Hp.Vict.4.92, ἐς τὸ ἱερὸν μὴ ἐσέρπεν ὅστις μὴ ἁγνός ἐστι prohibida la entrada en el santuario a quien no sea puro, IG l.c., εἰς ὃ (ἠθμόν) αἱ πορφύραι καὶ τὰ κογχύλια εἰσέρπουσιν Hdn.Gr.1.168, μύρμηκας ... εἰς τὸ στόμα Ael.VH 12.45
c. ac. ἀσπίδες ... τοὺς ὄχθους Ael.l.c.
c. dat. loc. τὸ τῶν βατράχων γένος ... τοῖς οἴκοις Gr.Nyss.V.Mos.52.24.

Greek Monolingual

εἰσέρπω (Α)
έρπω μέσα.

Greek Monotonic

εἰσέρπω: αόρ. αʹ εἰσείρπῠσα, έρπω μέσα, εισέρχομαι με την κοιλιά, σε Πλούτ.

Middle Liddell

aor1 εἰσείρπῠσα
to go into, Plut.