ἐλασία: Difference between revisions
Βέλτιστε, μὴ τὸ κέρδος ἐν πᾶσι σκόπει → Amice, ubique lucra sectari cave → Mein bester Freund, sieh nicht in allem auf Profit
(2) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἐλᾰσία:''' ἡ верховая езда (ἐλασίαν ποιεῖσθαι Xen.). | |elrutext='''ἐλᾰσία:''' ἡ верховая езда (ἐλασίαν ποιεῖσθαι Xen.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἐλᾰσία, ἡ, = [[ἔλασις]]<br />[[riding]], Xen. | |||
}} | }} |
Revision as of 21:40, 9 January 2019
English (LSJ)
ἡ,= ἔλασις,
A riding, X.Eq.Mag.4.4; march,J.AJ2.10.2. II striking from a die, Gloss.
German (Pape)
[Seite 789] ἡ, = ἔλασις, Xen. Hipp. 4, 4 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐλᾰσία: ἡ, = ἔλασις, τὸ ἐλαύνειν, Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 4· πορεία, διάβασις, Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 2. 10, 2. Καθ’ Ἡσύχ. «ἐλασία· δίωξις».
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
c. ἔλασις.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
I 1milit. marcha, avance de un ejército, I.AI 2.244.
2 carrera, galopada de un caballo, Hld.8.15.1, Ph.Carp.Cant.M.40.28A, de un toro, Io.Mal.Chron.2.48.
II 1acuñación, Gloss.3.444.
2 c. gen. obj. expulsión τῶν δαιμόνων H.Mon.2.6.
Greek Monolingual
ἐλασία, η (AM)
η πράξη του ελαύνω, ιππασία, ιππηλασία
μσν.
1. έξωση, αποβολή, απέλαση
2. σειρά κωπηλατών
3. (για πουλιά) πτήση
4. ταχεία κίνηση, δρόμος
αρχ.
1. πορεία, διάβαση
2. (κατά τον Ησύχ.) «δίωξις».
Russian (Dvoretsky)
ἐλᾰσία: ἡ верховая езда (ἐλασίαν ποιεῖσθαι Xen.).