ἐκπηνίζομαι: Difference between revisions

From LSJ
Menander, Sententiae, 456
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐκπηνίζομαι:''' <b class="num">1)</b> разматывать, тянуть нить, прясть (οἱ ἀράχναι πολὺ ἐκπηνίζονται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. ирон. выматывать обратно, т. е. заставлять вернуть (τι Arph.).
|elrutext='''ἐκπηνίζομαι:''' <b class="num">1)</b> разматывать, тянуть нить, прясть (οἱ ἀράχναι πολὺ ἐκπηνίζονται Arst.);<br /><b class="num">2)</b> перен. ирон. выматывать обратно, т. е. заставлять вернуть (τι Arph.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. [[attic]] -ιοῦμαι<br />to [[spin]] out:—metaph., of an [[advocate]], [[αὐτοῦ]] ἐκπηνιεῖται [[ταῦτα]] [[will]] [[wind]] these things out of him, Ar.
}}
}}

Revision as of 21:45, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκπηνίζομαι Medium diacritics: ἐκπηνίζομαι Low diacritics: εκπηνίζομαι Capitals: ΕΚΠΗΝΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: ekpēnízomai Transliteration B: ekpēnizomai Transliteration C: ekpinizomai Beta Code: e)kphni/zomai

English (LSJ)

fut. -ιοῦμαι,

   A spin a long thread, [οἱ ἀράχναι] φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐ. Arist.Pr.947b2 : metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.Ra. 578.

German (Pape)

[Seite 772] dep. med., herausraspeln, Ar. Ran. 578 αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, durch Advocatenkniffe das Vermögen abzwacken.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκπηνίζομαι: μέλλ. -ιοῦμαι, κλώθω, ἐξάγω πῆνον, κλωστήν, οἱ ἀράχναι φερόμενοι ὑπὸ τοῦ ἀνέμου πολὺ ἐκπ. Ἀριστ. Προβλ. 26. 61· μεταφ., ἐπὶ συνηγόρου, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θὰ ἐξελκύσῃ (θὰ ἀφαιρέσῃ διὰ τεχνασμάτων) ταῦτα παρ᾿ αὐτοῦ, Ἀριστοφ. Βάτρ. 578.

French (Bailly abrégé)

dévider, défiler.
Étymologie: ἐκ, πηνίζομαι.

Spanish (DGE)

devanar, desenrollar el hilo (οἱ ἀράχναι) φερόμενοι ὑπὸ τοῦ πνεύματος πολὺ ἐκπηνίζονται Arist.Pr.947b2, cf. Paus.Gr.ε 26
fig. ἐκπηνιεῖται ταῦτα desembrollará todo esto dicho de Cleón, Ar.Ra.578.

Greek Monolingual

ἐκπηνίζομαι (Α)
1. κλώθω, βγάζω μακριά κλωστή
2. αναγκάζω κάποιον να βγάλει όσα έφαγε, να κάνει εμετό
3. (για συνήγορο) αποσπώ με τεχνάσματα.

Greek Monotonic

ἐκπηνίζομαι: μέλ. Αττ. -ιοῦμαι· γνέθω, πλέκω, κλώθω· μεταφ. λέγεται για συνήγορο, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα, θα τα αφαιρέσει, θα τα απομακρύνει από αυτόν μέσω τεχνασμάτων, μέσω στρεψοδικίας, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐκπηνίζομαι: 1) разматывать, тянуть нить, прясть (οἱ ἀράχναι πολὺ ἐκπηνίζονται Arst.);
2) перен. ирон. выматывать обратно, т. е. заставлять вернуть (τι Arph.).

Middle Liddell

fut. attic -ιοῦμαι
to spin out:—metaph., of an advocate, αὐτοῦ ἐκπηνιεῖται ταῦτα will wind these things out of him, Ar.