ἐναυξάνω: Difference between revisions

From LSJ

ἀλώπηξ, αἰετοῦ ἅ τ' ἀναπιτναμένα ῥόμβον ἴσχει → a fox, which, by spreading itself out, wards off the eagle's swoop

Source
(2)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐναυξάνω:''' содействовать росту, увеличивать, усиливать (ἐπιθυμίαν ἀρετῆς Xen.).
|elrutext='''ἐναυξάνω:''' содействовать росту, увеличивать, усиливать (ἐπιθυμίαν ἀρετῆς Xen.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -αυξήσω<br />to [[increase]], [[enlarge]], Xen.
}}
}}

Revision as of 21:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐναυξάνω Medium diacritics: ἐναυξάνω Low diacritics: εναυξάνω Capitals: ΕΝΑΥΞΑΝΩ
Transliteration A: enauxánō Transliteration B: enauxanō Transliteration C: enafksano Beta Code: e)nauca/nw

English (LSJ)

aor. 1 ἐνηύξησα,

   A increase, ἐπιθυμίαν ἀρετῆς X.Cyn.12.9:— Pass., c. dat., grow in... τρυφῇ Hdn.2.10.6; ἐναύξομαι, v. l. for ἀέξομαι, Emp.106.

German (Pape)

[Seite 830] (s. αὐξάνω), darin vermehren, wachsen lassen, οἱ πόνοι ἐπιθυμίαν ἀρετῆς ἐνηύξησαν Xen. Cyn. 12, 9. – Pass., darin zunehmen, τινί, Sp., wie Hdn. 2, 10, 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἐναυξάνω: κάμνω τι ν’ αὐξήσῃ, οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν... ἀρετῆς ἐνηύξησαν Ξεν. Κύν. 12. 9. ― Παθ., μετὰ δοτ., αὐξάνομαι, μεγαλώνω ἔν τινι, ἐναυξηθέντες τρυφῇ Ἡρῳδιαν. 2. 10· οὕτως ἐναύξομαι, διάφ. γρ. ἀντὶ τοῦ ἀέξομαι, Ἐμπεδ. 375.

French (Bailly abrégé)

faire croître dans ; Pass. croître dans.
Étymologie: ἐν, αὐξάνω.

Spanish (DGE)

1 acrecentar, incrementar (οἱ πόνοι) ἐπιθυμίαν δ' ἀρετῆς ἐνηύξησαν X.Cyn.12.9.
2 intr., en v. med.-pas. crecer, acrecentarse c. dat. de limitación ἐναυξηθέντες τῇ δυσχερείᾳ τοῦ βίου Them.Or.6.81b, (τρυφῇ) ἐναυξηθέντες Hdn.2.10.6, ταύτῃ ἐνηυξήθη τῇ πίστει Gr.Nyss.Flacill.489.15.

Greek Monolingual

ἐναυξάνω (Α)
προκαλώ αύξηση, αυξάνω, μεγαλώνω («οἱ πόνοι... ἐπιθυμίαν ἀρετής ἐνηύξησαν», Ξεν.)
2. παθ. ἐναυξάνομαι
μεγαλώνω, αυξάνομαι, αποκτώ επίδοση σε κάτι.

Greek Monotonic

ἐναυξάνω: μέλ. -αυξήσω, αυξάνω, μεγαλώνω, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐναυξάνω: содействовать росту, увеличивать, усиливать (ἐπιθυμίαν ἀρετῆς Xen.).

Middle Liddell

fut. -αυξήσω
to increase, enlarge, Xen.