ἐρυμνότης: Difference between revisions

From LSJ

ἄνω ποταμῶν ἱερῶν χωροῦσι παγαί → the springs of sacred rivers flow upward, backward to their sources flow the streams of holy rivers

Source
(2)
(1ab)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐρυμνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> укрепленность: ὅσα ἐρυμνότητος προσεδεῖτο Xen. незащищенные места (лагеря);<br /><b class="num">2)</b> крепость, неприступность (τῶν τειχῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> непроходимость (τῶν Ἀλπεινῶν [[ὀρῶν]] Polyb.).
|elrutext='''ἐρυμνότης:''' ητος ἡ<br /><b class="num">1)</b> укрепленность: ὅσα ἐρυμνότητος προσεδεῖτο Xen. незащищенные места (лагеря);<br /><b class="num">2)</b> крепость, неприступность (τῶν τειχῶν Arst.);<br /><b class="num">3)</b> непроходимость (τῶν Ἀλπεινῶν [[ὀρῶν]] Polyb.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ἐρυμνότης]], ητος,<br />[[strength]] or [[security]] of a [[place]], Xen.
}}
}}

Revision as of 22:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐρυμνότης Medium diacritics: ἐρυμνότης Low diacritics: ερυμνότης Capitals: ΕΡΥΜΝΟΤΗΣ
Transliteration A: erymnótēs Transliteration B: erymnotēs Transliteration C: erymnotis Beta Code: e)rumno/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ,

   A strength or security of a place, X.Cyr.6.1.23 ; τῶν τειχῶν Arist.Pol.1330b37 ; αἱ ἐ. τῶν Ἄλπεων the difficulties of passing them, Plb.3.47.9, etc.

German (Pape)

[Seite 1037] ητος, ἡ, die Festigkeit eines Ortes, Befestigung, Xen. Cyr. 6, 1, 23; τῶν τειχέων Arist. pol. 7, 11; von den Alpen, Pol. 3, 47, 9. 48, 5, Unzugänglichkeit, Schroffheit.

Greek (Liddell-Scott)

ἐρυμνότης: -ητος, ἡ, τὸ ὀχυρὸν θέσεώς τινος, Ξεν. Κύρ. 6. 1, 23· τῶν τειχῶν Ἀριστ. Πολ. 7. 11, 9· ἐρ. τῶν Ἄλπεων, δυσκολία ἐν τῇ ὑπερβάσει αὐτῶν, Πολύβ. 3. 49, 9, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
position fortifiée ou situation infranchissable.
Étymologie: ἐρυμνός.

Greek Monolingual

ἐρυμνότης, ἡ (Α) ερυμνός
1. η σιγουριά, η ασφάλεια μιας θέσης ή ενός τόπου («ἐρυμνότης τῶν τειχών», Αριστοτ.)
2. φρ. «ἐρυμνότης τῶν Ἄλπεων» — δυσκολία κατά τη διάβαση τών ‘Αλπεων.

Greek Monotonic

ἐρυμνότης: -ητος, ἡ, το οχυρό μίας θέσης, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐρυμνότης: ητος ἡ
1) укрепленность: ὅσα ἐρυμνότητος προσεδεῖτο Xen. незащищенные места (лагеря);
2) крепость, неприступность (τῶν τειχῶν Arst.);
3) непроходимость (τῶν Ἀλπεινῶν ὀρῶν Polyb.).

Middle Liddell

ἐρυμνότης, ητος,
strength or security of a place, Xen.