ἐπιπλάζομαι: Difference between revisions

From LSJ

κατὰ τὸν δεύτερον, φασί, πλοῦν τὰ ἐλάχιστα ληπτέον τῶν κακῶν → we must as second best, as people say, take the least of the evils

Source
(2)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπιπλάζομαι:''' (по чему-л.) блуждать, носиться (πόντον ἐπιπλαγχθείς Hom.).
|elrutext='''ἐπιπλάζομαι:''' (по чему-л.) блуждать, носиться (πόντον ἐπιπλαγχθείς Hom.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. -[[πλάγξομαι]] aor1 ἐπεπλάγχθην<br />Pass.:— to [[wander]] [[about]] [[over]], πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.
}}
}}

Revision as of 22:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιπλάζομαι Medium diacritics: ἐπιπλάζομαι Low diacritics: επιπλάζομαι Capitals: ΕΠΙΠΛΑΖΟΜΑΙ
Transliteration A: epiplázomai Transliteration B: epiplazomai Transliteration C: epiplazomai Beta Code: e)pipla/zomai

English (LSJ)

fut. -πλάγξομαι: aor. I ἐπεπλάγχθην:—

   A wander about over, πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.8.14; πόντον ἐπιπλάγξεσθαι A.R.3.1066:—later in Act., Nic.Al.127.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιπλάζομαι: μέλλ. -πλάγξομαι: ἀόρ. ἐπεπλάγχθην, Παθ. Περιπλανῶμαι, περιφέρομαι ἐπί τινος, πόντον ἐπιπλαγχθεὶς Ὀδ. Θ. 14· πόντον ἐπιπλάγξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1066. - Τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 127.

English (Autenrieth)

aor. pass. part. -πλαγχθείς: drift over; πόντον, Od. 8.14†.

Greek Monolingual

ἐπιπλάζομαι (Α) πλάζομαι
1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», Ομ. Οδ.)
2. ενεργ. ἐπιπλάζω
επιπλήσσω, επιτιμώ, ελέγχω.

Greek Monotonic

ἐπιπλάζομαι: μέλ. -πλάγξομαι, αόρ. αʹ ἐπεπλάγχθην — Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι πάνω από, πόντον ἐπιπλαγχθείς, σε Ομήρ. Οδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιπλάζομαι: (по чему-л.) блуждать, носиться (πόντον ἐπιπλαγχθείς Hom.).

Middle Liddell

fut. -πλάγξομαι aor1 ἐπεπλάγχθην
Pass.:— to wander about over, πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.