εὐθυρρήμων: Difference between revisions
Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.
(4) |
(1ab) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὐθυρρήμων:''' -ον ([[ῥῆμα]]), [[ντόμπρος]], [[ειλικρινής]], σε Κικ. | |lsmtext='''εὐθυρρήμων:''' -ον ([[ῥῆμα]]), [[ντόμπρος]], [[ειλικρινής]], σε Κικ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[ῥῆμα]]<br />[[plain]]-[[spoken]], Cic. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:45, 9 January 2019
English (LSJ)
ον, gen. ονος, (ῥῆμα)
A plain-spoken, Cic.Fam. 12.16.3 (Comp.), Poll.5.119. Adv. -μόνως Id.4.24. II gloss on εὐθύγλωσσος, Sch.Pi.P.2.157.
Greek (Liddell-Scott)
εὐθυρρήμων: εὐθύρρημον, (ῥῆμα) παρρησίᾳ ὁμιλῶν, ὁ λέγων τὰ πράγματα ὡς ἔχουσιν, εὐθυεπής, Κικ. Fam. 12. 16, Πολυδ. Ε΄, 119. - Ἐπίρρ. -μόνως, Κλήμ. Ἀλ. 493.
French (Bailly abrégé)
ων, ον :
qui parle sans détour, franc;
Cp. εὐθυρρημονέστερος.
Étymologie: εὐθύς, ῥῆμα.
Greek Monolingual
εὐθυρρήμων, -ον (Α)
αυτός που μιλάει με ευθύτητα, αυτός που λέει τα πράγματα όπως είναι.
επίρρ...
εὐθυρρημόνως
με ελευθερία λόγου, με παρρησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -ρήμων (< ρήμα < θ. ρη- του είρω «λέγω, δηλώνω», πρβλ. ρη-τός, ρη-θήσομαι), πρβλ. κομπορρήμων, μεγαλορρήμων.
Greek Monotonic
εὐθυρρήμων: -ον (ῥῆμα), ντόμπρος, ειλικρινής, σε Κικ.