εὐφρόσυνος: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
(2b)
(1ab)
Line 21: Line 21:
{{elru
{{elru
|elrutext='''εὐφρόσῠνος:''' и 3 радостный Anth.
|elrutext='''εὐφρόσῠνος:''' и 3 радостный Anth.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=poet. for [[εὔφρων]]<br />adv. -νως, in [[good]] [[cheer]], Theogn.
}}
}}

Revision as of 22:50, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφρόσῠνος Medium diacritics: εὐφρόσυνος Low diacritics: ευφρόσυνος Capitals: ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: euphrósynos Transliteration B: euphrosynos Transliteration C: effrosynos Beta Code: eu)fro/sunos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον dub. in AP5.39.6 (Nicarch.), IGRom. 4.416 (Pergam.):—poet. and later Prose for εὔφρων,

   A cheery, merry, Ptol.Tetr.166, Vett.Val.15.5, Sammelb.411 (iii/iv A.D.). Adv. -νως in good cheer, Thgn.766.    II Act., cheering, making cheerful, Dsc.4.127; νύξ Orph.H.3.5, etc.    2 εὐφρόσυνον, τό, = βούγλωσσον, Plin.HN25.81.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 joyeux;
2 qui réjouit.
Étymologie: εὔφρων.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐφρόσυνος, -η, -ον και -ος, -ον)
αυτός που ευφραίνει, που παρέχει ευχαρίστηση, χαρά, αγαλλίασηβασιλεία... χαρμόσυνος, εὐφρόσυνος», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. φαιδρός, χαρούμενος («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐφρόσυνον
(κατά τον Πλίν.) το βούγλωσσον, φυτό που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το κρασί.
επίρρ...
ευφροσύνως (Α εὐφροσύνως)
με χαρά, με αγαλλίαση, εύθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-φροσύνη, υποχωρητικός σχηματισμός].

Greek Monotonic

εὐφρόσῠνος: -η, -ον, επίσης -ος, -ον, ποιητ. αντί εὔφρων· επίρρ. -νως, εύθυμα, κεφάτα, με κέφι, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

εὐφρόσῠνος: и 3 радостный Anth.

Middle Liddell

poet. for εὔφρων
adv. -νως, in good cheer, Theogn.