εὐπρόσοιστος: Difference between revisions
οὐδ' ἄμμε διακρινέει φιλότητος ἄλλο, πάρος θάνατόν γε μεμορμένον ἀμφικαλύψαι → nor will anything else divide us from our love before the fate of death enshrouds us (Apollonius of Rhodes, Argonautica 3.1129f.)
(2b) |
(1ab) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''εὐπρόσοιστος:''' легко доступный, легкий ([[ἔκβασις]] Eur.). | |elrutext='''εὐπρόσοιστος:''' легко доступный, легкий ([[ἔκβασις]] Eur.). | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=εὐ-πρόσοιστος, ον<br />[[easy]] of [[approach]]: [[generally]], [[easy]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A easy of approach: generally, easy, ἔκβασις E.Med.279.
Greek (Liddell-Scott)
εὐπρόσοιστος: -ον, εὐκόλως πλησιαζόμενος· καὶ καθόλου, εὔκολος, ἔκβασις Εὐρ. Μήδ. 279.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
facilement accessible ; facile.
Étymologie: εὖ, προσοίσω de προσφέρω.
Greek Monolingual
εὐπρόσοιστος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο εύκολα πλησιάζει κάποιος, εύκολος («ευπρόσοδος ἔκβασις» — εύκολη έκβαση, δυνατή λύση, Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -προσ-οιστος (< προσ-οίσω, μέλλ. του προσ-φέρω), πρβλ. α-πρόσ-οιστος, δυσ-πρόσ-οιστος].
Greek Monotonic
εὐπρόσοιστος: -ον, ευκολοπλησίαστος· γενικά, εύκολος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
εὐπρόσοιστος: легко доступный, легкий (ἔκβασις Eur.).