ἔφιππος: Difference between revisions
ἀσκέειν, περὶ τὰ νουσήματα, δύο, ὠφελέειν, ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ἔφιππος:''' сидящий на коне, конный ([[ἀνδριάς]], εἰκὼν [[χαλκῆ]] Plut.): [[κλύδων]] ἔ. Soph. свалка колесниц и коней. | |elrutext='''ἔφιππος:''' сидящий на коне, конный ([[ἀνδριάς]], εἰκὼν [[χαλκῆ]] Plut.): [[κλύδων]] ἔ. Soph. свалка колесниц и коней. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=ἔφ-ιππος, ον<br /><b class="num">I.</b> on [[horseback]], [[riding]]: ἀνδριὰς ἔφ. an [[equestrian]] [[statue]], Plut.<br /><b class="num">II.</b> [[κλύδων]] [[ἔφιππος]] a [[rushing]] [[wave]] of horses, Soph. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 9 January 2019
English (LSJ)
ον,
A on horseback, riding, Eup.27; ἔ. εἰς τὸν τόπον ἠνέχθη Plu.2.306f; ἔ. ὄντες, opp. ὁπλιτεύοντες, Lys.14.10 (as v.l.); ἀνδριὰς ἔ. an equestrian statue, Plu.Publ.19; ἔ. εἰκὼν χαλκῆ Id.Fab.22 (so, with εἰκών omitted, PSI 3.204.6 (ii A.D.)); βίος Philostr.Her.19.19. 2 κλύδων ἔ. a rushing wave of horses, S.El.733.
German (Pape)
[Seite 1119] zu Pferde, beritten, Xen. Cyr. 4, 2, 1, v. l. εὔιππος; = ἱππεύων, Lys. 14, 10; κλύδων' ἔφιππον Soph. El. 723, Getümmel, Verwirrung der Wagen u. Rosse; Plut. u. a. Sp., ἀνδριάς Plut. Popl. 19, wie εἰκών Fab. 22, Reiterstatue; – τὸ ἔφιππον, = ἐφίππιον, D. C. 63, 13.
Greek (Liddell-Scott)
ἔφιππος: -ον, ὡς καὶ νῦν, «Εὔπολις Αἰξίν» Φώτ., Πλούτ. 2. 306Ε, κτλ.· ἐφ. ὄντες, ἀντίθετον τῷ ὁπλιτεύοντες, Λυσ. 140. 21 Βεκκῆρος· ἀνδριὰς ἔφιππος, Πλουτ. Ποπλικ. 19· ἔφιππος εἰκὼν χαλκῆ, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 22. 2) κλύδων ἔφιππος, μεταφ., ὁρμητικὸν κῦμα ἁρμάτων, παρεὶς κλύδων’ ἔφιππον ἐν μέσῳ κυκώμενον Σοφ. Ἠλ. 733. ΙΙ. «ἀγὼν γυμναστικὸς Λάκωσιν» Ἡσύχ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui va à cheval;
2 équestre (statue);
3 κλύδων ἔφιππος SOPH torrent de chars et de chevaux.
Étymologie: ἐπί, ἵππος.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ ἔφιππος, -ον)
αυτός που κάθεται πάνω στο άλογο, που ιππεύει, ιππέας, καβαλάρης
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἔφιππον
όχημα που σύρεται από ένα άλογο
αρχ.
φρ. «κλύδων ἔφιππος» — ορμητικό κύμα αλόγων, άλογα που ορμούν σαν κύμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ἵππος.
Greek Monotonic
ἔφιππος: -ον, I. αυτός που βρίσκεται πάνω στη ράχη του αλόγου, καβαλάρης· ἀνδριὰς ἔφ., άγαλμα με έφιππη αναπαράσταση, σε Πλούτ.
II. κλύδων ἔφιππος, ταραχή της ιπποδρομίας, σε Σοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἔφιππος: сидящий на коне, конный (ἀνδριάς, εἰκὼν χαλκῆ Plut.): κλύδων ἔ. Soph. свалка колесниц и коней.
Middle Liddell
ἔφ-ιππος, ον
I. on horseback, riding: ἀνδριὰς ἔφ. an equestrian statue, Plut.
II. κλύδων ἔφιππος a rushing wave of horses, Soph.