ἐχέμυθος: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(4)
(1ab)
Line 24: Line 24:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ἐχέμῡθος:''' -ον, αυτός που περιορίζει τα [[λόγια]] του, [[λιγόλογος]], [[λιγομίλητος]], [[επιφυλακτικός]], [[σιωπηλός]].
|lsmtext='''ἐχέμῡθος:''' -ον, αυτός που περιορίζει τα [[λόγια]] του, [[λιγόλογος]], [[λιγομίλητος]], [[επιφυλακτικός]], [[σιωπηλός]].
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=ἐχέ-μῡθος, ον<br />restraining [[speech]], [[taciturn]].
}}
}}

Revision as of 23:00, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐχέμῡθος Medium diacritics: ἐχέμυθος Low diacritics: εχέμυθος Capitals: ΕΧΕΜΥΘΟΣ
Transliteration A: echémythos Transliteration B: echemythos Transliteration C: echemythos Beta Code: e)xe/muqos

English (LSJ)

ον,

   A taciturn, in Sup., Suid.

German (Pape)

[Seite 1124] die Rede an sich haltend, verschwiegen, schweigsam, Sp., nach dem homerischen ἀλλ' ἔχετ' ἐν φρεσὶ μῦθον gebildet.

Greek (Liddell-Scott)

ἐχέμῡθος: -ον, κρατῶν τὸ μυστικόν, ὡς τὸ τοῦ Ὁμ. (Ὀδ. Τ. 502) ἀλλ’ ἔχε σιγῇ μῦθον, Γρηγ. Νύσσ. τ. 2. σ. 219Α, πρβλ. Φώτ., Σουΐδ. καὶ Ζωναρ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
silencieux, discret, réservé.
Étymologie: ἔχω, μῦθος.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ ἐχέμυθος, -ον)
αυτός που κρατάει για τον εαυτό του το μυστικό που του έχει εμπιστευθεί κάποιος, ο μυστικός, ο σιωπηλός
αρχ.
μυθικός, μυθώδης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχε- (< έχω I) + μύθος].

Greek Monotonic

ἐχέμῡθος: -ον, αυτός που περιορίζει τα λόγια του, λιγόλογος, λιγομίλητος, επιφυλακτικός, σιωπηλός.

Middle Liddell

ἐχέ-μῡθος, ον
restraining speech, taciturn.