θρηνητήρ: Difference between revisions
From LSJ
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is a performance, you came, you saw, you departed
(2b) |
(1ab) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''θρηνητήρ:''' ῆρος ὁ оплакивающий, скорбящий Aesch. | |elrutext='''θρηνητήρ:''' ῆρος ὁ оплакивающий, скорбящий Aesch. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[[θρηνητήρ]], ῆρος, [from [[θρηνέω]]<br />a [[mourner]], wailer, Aesch. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:25, 9 January 2019
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A mourner, wailer, A.Pers.938 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 1217] ῆρος, ὁ, der Wehklagende, Aesch. Pers. 937.
Greek (Liddell-Scott)
θρηνητήρ: ῆρος, θρηνητής, θρηνῶν, Αἰσχ. Πέρσ. 937.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui se lamente sur, gén..
Étymologie: θρηνέω.
Greek Monolingual
θρηνητήρ, -ῆρος, ὁ, θηλ. θρηνήτρια (Α) θρηνώ
αυτός που μοιρολογεί, αυτός που θρηνεί.
Greek Monotonic
θρηνητήρ: -ῆρος, ὁ, αυτός που θρηνολογεί, η μοιρολογίστρα, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
θρηνητήρ: ῆρος ὁ оплакивающий, скорбящий Aesch.