καθέρπω: Difference between revisions

From LSJ

Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιονὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking

Plutarch, Advice about Keeping Well, section 24
(2b)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''κᾰθέρπω:''' (только praes. и impf. καθεῖρπον) сползать, медленно сходить (ἀπ᾽ ὀρθίων πάγων Soph.): [[ἴουλος]] καθέρπει Xen. (на лице юноши) пробивается молодой пушок.
|elrutext='''κᾰθέρπω:''' (только praes. и impf. καθεῖρπον) сползать, медленно сходить (ἀπ᾽ ὀρθίων πάγων Soph.): [[ἴουλος]] καθέρπει Xen. (на лице юноши) пробивается молодой пушок.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=aor1 καθείρπῠσα<br />to [[creep]] [[down]], Ar., Xen.
}}
}}

Revision as of 23:35, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθέρπω Medium diacritics: καθέρπω Low diacritics: καθέρπω Capitals: ΚΑΘΕΡΠΩ
Transliteration A: kathérpō Transliteration B: katherpō Transliteration C: katherpo Beta Code: kaqe/rpw

English (LSJ)

aor. 1

   A καθείρπῠσα Ar.Ra.485:—creep, steal down, ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος S.Fr.89; καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικόν Ar.Ra.129, cf. 485: metaph., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει X. Smp.4.23.    II return from exile, SIG306.54 (Delph., from Tegea, iv B.C.): in this signf. the aor. part. is κατενθών ib.4; pf. part. κατηνθηκώς ib.39.

German (Pape)

[Seite 1283] (s. ἕρπω), herunterschleichen, -gehen; ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλαφος Soph. frg. 110; αὐτῷ παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει, der Milchbart zieht sich an der Wange herab, Xen. Conv. 4, 23. Vgl. das simplez.

Greek (Liddell-Scott)

καθέρπω: ἀόρ. α΄ καθείρπῠσα (ἴδε τὸ ἁπλοῦν ἕρπωἕρπω, συρόμενος καταβαίνω, ἀπ’ ὀρθίων πάγων καθεῖρπεν ἔλοφος Σοφ. Ἀποσπ. 110· καθέρπυσόν νυν ἐς Κεραμεικὸν Ἀριστοφ. Βάτρ. 129, πρβλ. 485: ― μεταφ., παρὰ τὰ ὦτα ἄρτι ἴουλος καθέρπει Ξεν. Συμπ. 4. 23, πρβλ. Ἀσκληπιάδ. ἐν Ἀνθ. Π. 12. 36.

French (Bailly abrégé)

impf. καθεῖρπον ; ao. καθείρπυσα, emprunté à καθερπύζω;
descendre en rampant, se glisser en bas.
Étymologie: κατά, ἕρπω.

Greek Monolingual

καθέρπω (Α)
1. (κυριολ. και μτφ.) κατέρχομαι, κατεβαίνω συρόμενος, γλιστρώ («ἀπ' ὀρθίων πάγων καθεῑρπεν ἔλαφος», Σοφ.)
2. επιγρ. επανέρχομαι από εξορία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + ἕρπω.

Greek Monotonic

καθέρπω: αόρ. αʹ καθείρπῠσα, κατεβαίνω έρποντας, σε Αριστοφ., Ξεν.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθ-έρπω en καθ-ερπύζω naar beneden sluipen.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθέρπω: (только praes. и impf. καθεῖρπον) сползать, медленно сходить (ἀπ᾽ ὀρθίων πάγων Soph.): ἴουλος καθέρπει Xen. (на лице юноши) пробивается молодой пушок.

Middle Liddell

aor1 καθείρπῠσα
to creep down, Ar., Xen.