κακοθυμία: Difference between revisions

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source
(nl)
(1ab)
Line 30: Line 30:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.
|elnltext=κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κᾰκο-θῡμία, ἡ, [[θυμός]]<br />[[malevolence]], Plut.
}}
}}

Revision as of 23:40, 9 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθῡμία Medium diacritics: κακοθυμία Low diacritics: κακοθυμία Capitals: ΚΑΚΟΘΥΜΙΑ
Transliteration A: kakothymía Transliteration B: kakothymia Transliteration C: kakothymia Beta Code: kakoqumi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A malevolence, πρὸς ἀλλήλους Plu.Lyc.4.

German (Pape)

[Seite 1300] ἡ, böse Gesinnung, Abneigung, ἡ πρὸς ἀλλήλους Plut. Lyc. 4.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθῡμία: ἡ, ἐχθρικὴ διάθεσις, ἐκ τῆς ἐπιχωριαζούσης τότε πρὸς ἀλλήλους κακοθυμίας Πλουτ. Λυκοῦργ. 4.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
malveillance, inimitié.
Étymologie: κακός, θυμός.

Greek Monolingual

η (Α κακοθυμία) κακόθυμος
κακή διάθεση, εχθρική διάθεση, αποστροφή
νεοελλ.
ανώμαλη κατάσταση του θυμικού, δυσθυμία, βαρυθυμία, ακεφιά.

Greek Monotonic

κᾰκοθῡμία: ἡ (θυμός), εχθρική διάθεση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰκοθῡμία: ἡ тж. pl. недоброжелательность, неприязнь (πρὸς ἀλλήλους Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κακοθυμία -ας, ἡ [κακόθυμος: kwaadwillig] kwaadwilligheid.

Middle Liddell

κᾰκο-θῡμία, ἡ, θυμός
malevolence, Plut.