κακοτυχής: Difference between revisions
πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?
(nl) |
(1ab) |
||
Line 30: | Line 30: | ||
{{elnl | {{elnl | ||
|elnltext=κακοτυχής -ές [κακός, τύχη] ongelukkig, onfortuinlijk. | |elnltext=κακοτυχής -ές [κακός, τύχη] ongelukkig, onfortuinlijk. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=κᾰκο-τῠχής, ές [[τύχη]]<br />[[unfortunate]], Eur. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:55, 9 January 2019
English (LSJ)
ές,
A unfortunate, used by E. in lyr., Med.1274, Hipp.669: Sup., ib. 679; τὸ κ., = sq., Id.HF133; κ. καὶ ἄθλιον γένος Sch.rec.A.Pers. 1013, cf. Cat.Cod.Astr.8<*>4).142.
German (Pape)
[Seite 1304] ές, unglücklich; ἰὼ κακοτυχὲς γύναι Eur. Med. 1274; πότμοι γυναικῶν Hipp. 669; τὸ κ., das Unglück, Herc. f. 133.
Greek (Liddell-Scott)
κακοτῠχής: -ές, «κακότυχος», ἀντίθετον τῷ εὐτυχής, Εὐρ. Μήδ. 1274, Ἱππ. 669, Ἱκέτ., αὐτόθι 679· τὸ κακοτυχὲς = τῷ ἑπομ., ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 133.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
malheureux.
Étymologie: κακός, τύχη.
Greek Monolingual
-ές (Α κακοτυχής, -ές)
αυτός που έχει κακή τύχη, κακότυχος
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ κακοτυχές
η κακοτυχία («τὸ δὲ δὴ κακοτυχὲς οὐ λέλοιπεν ἐκ τέκνων», Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -τυχής (< τύχη), πρβλ. σκληρο-τυχής].
Greek Monotonic
κᾰκοτῠχής: -ές (τύχη), κακότυχος, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
κᾰκοτῠχής: несчастливый, злополучный (πότμοι Eur.); несчастный (γυνή Eur.): τὸ κακοτυχές Eur. злой рок, несчастье.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κακοτυχής -ές [κακός, τύχη] ongelukkig, onfortuinlijk.
Middle Liddell
κᾰκο-τῠχής, ές τύχη
unfortunate, Eur.