πυρεῖον: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
(4)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elru
{{elru
|elrutext='''πῠρεῖον:''' ион. [[πυρήϊον]] τό горючий материал, pl. палочки для добывания огня (трением) HH, Soph., Plat., Theocr., Luc.
|elrutext='''πῠρεῖον:''' ион. [[πυρήϊον]] τό горючий материал, pl. палочки для добывания огня (трением) HH, Soph., Plat., Theocr., Luc.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πῠρεῖον, ιονιξ -ήιον, ου, τό,<br />[[mostly]] in pl. pieces of [[wood]], rubbed one [[against]] [[another]] to [[produce]] [[fire]], Hhymn., Soph., etc.
}}
}}

Revision as of 00:40, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῠρεῖον Medium diacritics: πυρεῖον Low diacritics: πυρείον Capitals: ΠΥΡΕΙΟΝ
Transliteration A: pyreîon Transliteration B: pyreion Transliteration C: pyreion Beta Code: purei=on

English (LSJ)

Ion. πυρ-ήϊον, τό, mostly in pl.,

   A firesticks, h.Merc.111, S.Ph. 36, Thphr.HP5.3.4, D.S.5.67, etc.; τάχ' ἂν . . τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Pl.R.435a; πυοεῖά τε χερσὶν ἐνώμων Theoc.22.33; ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον A.R.1.1184; πυρεῖα συντρίψαντες Luc.VH1.32; the stationary piece was called ἐσχάρα, the drill τρύπανον, Thphr.Ign.64.    II sg., earthen pan for coals (= θυμιατήριον, Hsch. (πυρίον), Phot., Suid.), LXXEx.27.3: pl., ib.2 Ch.4.11,21.

German (Pape)

[Seite 821] τό, ion. πυρήϊον, im plur., – 1) die Hölzer, welche man als das früheste Feuerzeug brauchte, indem man mit einem Holz an einem andern hohlen rieb, bis sie sich entzündeten, πυρήϊα, H. h. Merc. 111, als Erfindung des Hermes bezeichnet; übh. Feuerzeug, Soph. Phil. 36; vgl. Plat. τάχ' ἂν τρίβοντες ὥςπερ ἐκ πυρείων ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην, Rep. IV, 435 a; τὰ πυρεῖα συντρίψαντες, Luc. V. H. 1, 32; vgl. An. Rh. 1, 1182. – 2) eine irdene Kohlenpfanne, LXX., Hesych. – Bei den Persern der Ort, wo das heilige Feuer unterhalten wird, Suid.

Greek (Liddell-Scott)

πῠρεῖον: Ἰων. -ήιον, τό· - ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ πληθ., τεμάχια ξύλου προστριβόμενα ἐπ’ ἄλληλα μέχρις ὅτου ἀναφθῶσι, Λατ. igniaria, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 111, ἔνθαπανάρχαιος οὗτος τρόπος τοῦ ἀνάπτειν πῦρ ἀποδίδεται εἰς τὸν Ἑρμῆν (ἀλλὰ παρὰ τῷ Διοδ. 5. 67 εἰς τὸν Προμηθέα), Σοφ. Φιλ. 36· τάχ’ ἂν... τρίβοντες, ὥσπερ ἐκ πυρείων, ἐκλάμψαι ποιήσαιμεν τὴν δικαιοσύνην Πλάτ. Πολ. 435Α· πυρεῖά τε χερσὶν ἐνώμων Θεόκρ. 22. 33· ἀμφὶ πυρήϊα δινεύεσκον Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 1184· πυρεῖα συντρίψαντες Λουκ. π. Ἀληθ. Ἱστ. 1. 32· τούτων τὸ ἀκίνητον διαμένον ἐκαλεῖτο ἐσχάραστορεύς, τὸ δὲ ἐπ’ αὐτοῦ ταχέως στρεφόμενον ἐκαλεῖτο τρύπανον, Θεόκρ. π. Πυρὸς 64. ΙΙ. ἐν τῷ ἑνικῷ, ἀγγεῖον κεράμειον χρησιμεῦον πρὸς ἔνθεσιν ἀνημμένων ἀνθράκων, (= θυμιατήριον, Σουΐδ., Ἡσύχ.), Ἑβδ. Ἔξοδ. ΚΖ´, 3)· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι (Β´ Παραλ. Δ´, 11 καὶ 22).

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
ce qui sert à allumer le feu ; τὰ πυρεῖα morceaux de bois qu’on frottait l’un contre l’autre pour allumer du feu.
Étymologie: πῦρ.

Greek Monotonic

πῠρεῖον: Ιων. -ήΐον, τό, κυρίως στον πληθ., κομμάτια από ξύλο που προστρίβονται το ένα με το άλλο για να ανάψουν φωτιά, σε Ομηρ. Ύμν., Σοφ. κ.λπ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυρεῖον -ου, τό [πῦρ] meestal plur., dat wat dient om vuur te maken, i.h.b. (aanmaak)houtjes die men tegen elkaar wrijft.

Russian (Dvoretsky)

πῠρεῖον: ион. πυρήϊον τό горючий материал, pl. палочки для добывания огня (трением) HH, Soph., Plat., Theocr., Luc.

Middle Liddell

πῠρεῖον, ιονιξ -ήιον, ου, τό,
mostly in pl. pieces of wood, rubbed one against another to produce fire, Hhymn., Soph., etc.