συνανασκάπτω: Difference between revisions
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
m (Text replacement - "(\{\{grml\n.*?\n\}\}\n)\1" to "\1") |
(1b) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''συνανασκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκάβω]] επίσης, σε Στράβ. | |lsmtext='''συνανασκάπτω:''' μέλ. <i>-ψω</i>, [[σκάβω]] επίσης, σε Στράβ. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=fut. ψω<br />to dig up [[besides]], Strab. | |||
}} | }} |
Revision as of 01:30, 10 January 2019
English (LSJ)
A dig up besides, τοὺς τάφους Str.8.6.23.
German (Pape)
[Seite 1000] mit, auch aufgraben, Strab.
Greek (Liddell-Scott)
συνανασκάπτω: ἀνασκάπτω ὡσαύτως, προσέτι, τοὺς τάφους συνανασκάπτοντες Στράβ. 381.
French (Bailly abrégé)
saper et renverser ensemble.
Étymologie: σύν, ἀνασκάπτω.
Greek Monolingual
ΜΑ
μσν.
συμμετέχω στην υπονόμευση κάποιου
αρχ.
ανασκάπτω επίσης.
Greek Monotonic
συνανασκάπτω: μέλ. -ψω, σκάβω επίσης, σε Στράβ.
Middle Liddell
fut. ψω
to dig up besides, Strab.