συννέφελος: Difference between revisions

From LSJ

ἅπανθ' ὁ μακρὸς κἀναρίθμητος χρόνος φύει τ' ἄδηλα καὶ φανέντα κρύπτεται· κοὐκ ἔστ' ἄελπτον οὐδέν, ἀλλ' ἁλίσκεται χὠ δεινὸς ὅρκος χαἰ περισκελεῖς φρένες. → Long, unmeasurable Time brings to light everything unseen and hides what has been apparent. Nothing is beyond hope; even the fearsome oath and the most stubborn will is overcome. | All things long and countless time brings to birth in darkness and covers after they have been revealed! Nothing is beyond expectation; the dread oath and the unflinching purpose can be overcome.

Source
(nl)
(1b)
Line 27: Line 27:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=συννέφελος -ον, Att. ook ξυννέφελος [συννεφής] geheel bewolkt.
|elnltext=συννέφελος -ον, Att. ook ξυννέφελος [συννεφής] geheel bewolkt.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=συν-νέφελος, ον, [[νεφέλη]]<br />[[cloudy]], [[overcast]], Thuc.
}}
}}

Revision as of 01:38, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συννέφελος Medium diacritics: συννέφελος Low diacritics: συννέφελος Capitals: ΣΥΝΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: synnéphelos Transliteration B: synnephelos Transliteration C: synnefelos Beta Code: sunne/felos

English (LSJ)

ον,

   A = συννεφής, Th.8.42, Alciphr.1.10.

Greek (Liddell-Scott)

συννέφελος: -ον, = συννεφής, τὰ ἐκ τοῦ οὐρανοῦ ξύννεφα ὄντα Θουκ. 8. 42, Ἀντιφῶν 1. 10.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. συννεφής.
Étymologie: σύν, νεφέλη.

Greek Monolingual

-ον, Α
σκεπασμένος με σύννεφα (α. «συννέφελος ἀήρ», Πολυδ.
β. «τὰ ἐκ τοῡ οὐρανοῡ συννεφελα ὄντα», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -νέφελος (< νεφέλη), πρβλ. υπο-νέφελος].

Greek Monotonic

συννέφελος: -ον (νεφέλη), συννεφιασμένος, νεφελώδης· μεταφ., σκυθρωπός, συνοφρυωμένος, κατσουφιασμένος, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

συννέφελος: Thuc. = συννεφής.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συννέφελος -ον, Att. ook ξυννέφελος [συννεφής] geheel bewolkt.

Middle Liddell

συν-νέφελος, ον, νεφέλη
cloudy, overcast, Thuc.