ὑπερίπταμαι: Difference between revisions
εἰ ἔρρωσαι καὶ ἐν τοῖς ἄλλοις ἀλύπως ἀπαλλάσσεις → if you are well and in other respects are getting on without annoyance
(4b) |
(1b) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''ὑπερίπταμαι:''' Arst., Plut., Luc. = [[ὑπερπέτομαι]]. | |elrutext='''ὑπερίπταμαι:''' Arst., Plut., Luc. = [[ὑπερπέτομαι]]. | ||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=later form for [[ὑπερπέτομαι]], Plut., Luc.] | |||
}} | }} |
Revision as of 02:20, 10 January 2019
English (LSJ)
later form for ὑπερπέτομαι, Arist.Mir.836a33, Plu. Num.8;
A πᾶσαν γῆν Max.Tyr.6.6.
German (Pape)
[Seite 1197] (s. ἵπταμαι), = ὑπερπέτομαι, oben, darüber wegfliegen, Plut. Num. 8, s. ὑπερπέτομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ὑπερίπταμαι: μεταγεν. τύπος τοῦ ὑπερπέτομαι, Ἀριστ. π. Θαυμασ. 81, 2, Πλουτ. Νουμ. 8, Λουκ. Ρητόρ. Διδάσκ. 7.
French (Bailly abrégé)
f. ὑπερπτήσομαι, ao. ὑπερεπτάμην, ao.2 ὑπερέπτην;
voler au-dessus de, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἵπταμαι.
Greek Monolingual
ὑπερίπταμαι ΝΑ
πετώ πάνω από μια περιοχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + ἵπταμαι «πετώ», μτγν. τ. του πέτομαι.
Greek Monotonic
ὑπερίπταμαι: μεταγεν. τύπος του ὑπερπέτομαι, σε Πλούτ., Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ὑπερίπταμαι: Arst., Plut., Luc. = ὑπερπέτομαι.
Middle Liddell
later form for ὑπερπέτομαι, Plut., Luc.]