ὑπερέρχομαι: Difference between revisions

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source
(4b)
(1b)
Line 30: Line 30:
{{elru
{{elru
|elrutext='''ὑπερέρχομαι:''' <b class="num">1)</b> переходить (τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Xen.);<br /><b class="num">2)</b> превосходить, превышать (ἀρεταῖς ἔν τινι Pind.).
|elrutext='''ὑπερέρχομαι:''' <b class="num">1)</b> переходить (τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Xen.);<br /><b class="num">2)</b> превосходить, превышать (ἀρεταῖς ἔν τινι Pind.).
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br /><b class="num">I.</b> Dep. with aor2 and perf. act.:— to [[pass]] [[over]] a [[river]], c. acc., Xen.<br /><b class="num">II.</b> to [[surpass]], [[excel]], Pind.
}}
}}

Revision as of 02:20, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερέρχομαι Medium diacritics: ὑπερέρχομαι Low diacritics: υπερέρχομαι Capitals: ΥΠΕΡΕΡΧΟΜΑΙ
Transliteration A: hyperérchomai Transliteration B: hypererchomai Transliteration C: ypererchomai Beta Code: u(pere/rxomai

English (LSJ)

aor. 2 -ῆλθον, pf. -ελήλυθα:—

   A pass over, cross, τὰς πηγὰς τοῦ ποταμοῦ X.An.4.4.3; τὰ ὄρη Ael.NA16.21; τὴν θάλατταν J. AJ3.1.5.    II surpass, excel, ἀρεταῖς Pi.O.13.15.    III overcome or survive a disease, ἢν ταύτην ὑπερέλθῃ ὁ νοσέων Aret.SA1.10.

German (Pape)

[Seite 1195] (s. ἔρχομαι), darüber kommen, hinausgehen; ὑπερελθόντων ἐν ἀέθλοις, Pind. Ol. 13, 15; Xen. An. 4, 4, 3.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερέρχομαι: περῶ ἄνωθεν, ἀποθ., μετ’ ἀορ. β΄ καὶ πρκμ. ἐνεργ.· μέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Ξεν. Ἀν. 4. 4, 3· τὰ ὄρη Αἰλ. π. Ζ. 16. 21· τὴν θάλατταν Ἰωσήπ. Ἰουδ. Ἀρχ. 3. 1, 5, ΙΙ. ὑπερέχω, ἐξέχω, ἀρεταῖς Πινδ. Ο. 13. 20.

French (Bailly abrégé)

passer par-dessus, franchir, acc..
Étymologie: ὑπέρ, ἔρχομαι.

English (Slater)

ὑπερέρχομαι
   1 surpass νικαφόρον ἀγλαίαν ὤπασαν ἄκραις ἀρεταῖς ὑπερελθόντων ἱεροῖς ἐν ἀέθλοις (gen. abs.) (O. 13.15)

Greek Monolingual

Α
(αποθ.)
1. περνώ από πάνωμέχρι ὑπερῆλθον τὰς πηγὰς τοῡ Τίγρητος ποταμοῡ», Ξεν.)
2. ξεπερνώ αρρώστια, επιζώ
3. μτφ. υπερέχω, υπερτερώ.

Greek Monotonic

ὑπερέρχομαι: αποθ., με αόρ. βʹ και Ενεργ. παρακ.·
I. περνώ πάνω από ένα ποτάμι, με αιτ., σε Ξεν.
II. υπερέχω, εξέχω, υπερτερώ, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερέρχομαι: 1) переходить (τὰς πηγὰς τοῦ Τίγρητος ποταμοῦ Xen.);
2) превосходить, превышать (ἀρεταῖς ἔν τινι Pind.).

Middle Liddell


I. Dep. with aor2 and perf. act.:— to pass over a river, c. acc., Xen.
II. to surpass, excel, Pind.