ψώχω: Difference between revisions

From LSJ

τὸν αὐτὸν ἔρανον ἀποδοῦναι → pay him back in his own coin, repay him in his own coin, pay someone back in their own coin, pay back in someone's own coin, give tit for tat, pay back in kind

Source
(nl)
(1b)
Line 36: Line 36:
{{elnl
{{elnl
|elnltext=ψώχω [~ ψάω] fijnwrijven.
|elnltext=ψώχω [~ ψάω] fijnwrijven.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ψώχω]], [ψάω]<br />to rub out, ψ. τὰς στάχυας NTest.
}}
}}

Revision as of 02:50, 10 January 2019

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψώχω Medium diacritics: ψώχω Low diacritics: ψώχω Capitals: ΨΩΧΩ
Transliteration A: psṓchō Transliteration B: psōchō Transliteration C: psocho Beta Code: yw/xw

English (LSJ)

(ψώω)

   A rub small, ψ. τοὺς στάχυας ταῖς χερσί Ev.Luc.6.1, cf. Dsc.5.159 (Pass.):—Med., Nic.Th.629, cf. κατα-σώχω.

German (Pape)

[Seite 1406] zerreiben, zermalmen, klein machen, Nic. Ther. 629. – Vgl. σώχω.

Greek (Liddell-Scott)

ψώχω: (ψώω), τρίβω, ψ. τοὺς στάχυας ταῖς χερσὶ Ἐυαγ. κ. Λουκ. Ϛ΄. 1· οὕτως ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ Νικ. Θηρ. 619· - ὑπάρχει μαλακώτερος Ἰωνικ. τύπος κατα-σώχω, παρ’ Ἡροδ. 4. 75.

French (Bailly abrégé)

broyer, émietter.
Étymologie: DELG ψάω.

English (Strong)

prolongation from the same base as ψάλλω; to triturate, i.e. (by analogy) to rub out (kernels from husks with the fingers or hand): rub.

English (Thayer)

(from the obsolete ψοώο for ψάω); to rub, rub to pieces: τάς στάχυας ταῖς χερσίν, Nicander.))

Greek Monolingual

και σώχω Α
κατατρίβω, κονιορτοποιώ («καὶ ἔτιλλον οἱ μαθηταὶ αὐτοῡ τοὺς στάχυας καὶ ἤσθιον ψώχοντες ταῑς χερσί», ΚΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ετεροιωμένη βαθμίδα του θ. ψη- του ψήω / ψῆν «τρίβω», με ενεστ. επίθημα -χω, δηλωτικό του τέλους της πράξης (πρβλ. τρύ-χω, ψύ-χω)].

Greek Monotonic

ψώχω: (ψάω), τρίβω, ψώχω τὰς στάχυας, σε Καινή Διαθήκη

Russian (Dvoretsky)

ψώχω: растирать, крошить (τὰς στάχυας ταῖς χερσί NT).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ψώχω [~ ψάω] fijnwrijven.

Middle Liddell

ψώχω, [ψάω]
to rub out, ψ. τὰς στάχυας NTest.